Thursday, June 28, 2007

The List

[It's that time of the year. Η ώρα της μεγάλης δεκάδας. H σειρά δεν είναι αξιολογική]

«Οι ζωές των άλλων» (Das leben der anderen), του Florian Henckel von Donnersmarck – Με καθολική (παραδόξως) αποδοχή, απλά η καλύτερη ταινία της χρονιάς.


«Τα παιδιά των ανθρώπων» (Children of men), του Alfonso Cuarón – Μια ιδιοφυής φουτουριστική απεικόνιση του ζοφερού παρόντος μας, τόσο απειλητικά ρεαλιστική και σκοτεινή που από φόβο μάλλον, υποτιμήθηκε..



«Γράμματα από την Ιβο Τζίμα» (Letters from Iwo Jima), του Clint Eastwood – Μαθήματα ιστορίας, κινηματογράφου και ανθρώπινης συμπεριφοράς από τον Clint Eastwood. Αν δεν είχε πάρει οσκαρ τα προηγούμενα χρόνια, θα κέρδιζε πανάξια και φέτος.



«Σε είδα στο όνειρό μου» (La science des rêves), του Michel Gondry – Φτιαγμένη με υλικό ονείρων, μου θύμισε τους πρωταρχικούς λόγους για τους οποίους αγαπώ το σινεμά. Ένα όργιο χρωμάτων και εικόνων σε μια συμφωνία δημιουργικότητας και φαντασίας από την αιώνια λιακάδα του μυαλού του Gondry.


«Little Miss Sunshine», των Jonathan Dayton, Valerie Faris – Αυτή η βόλτα με το κίτρινο δυσλειτουργικό βανάκι ήταν απλά η απολαυστικότερη της χρονιάς. Spread the sunshine!


«Η πηγή της ζωής» (The fountain), του Darren Aronofsky – Ο έρωτας πέρα και μέσα από το θάνατο σε ένα βαθύτατα συναισθηματικό κινηματογραφικό ποίημα.


«Shortbus», του John Cameron Mitchell – Κι αν είχε ελλείψεις, είναι από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων.
Απενοχοποίηση του κινηματογράφου ως τέχνης ηδονοβλεπτικής, χωρις οπτική ή/και συναισθηματική λογοκρισία.


«INLAND EMPIRE», του David Lynch – Ο εσωτερικός μας κόσμος μέσα στο λαβύρινθο της κινηματογραφικής εικόνας και ο θεατής ως μέρος της παραίσθησης που λέγεται κινηματογράφος.


«Πιο παράξενο κι από παράξενο» (Stranger than fiction), του Marc Forster – Από τις πιο έξυπνες σεναριακές ιδέες των τελευταίων ετών, αξιοποιημένη με τρόπο απολαυστικό.


«Eduart», της Αγγελικής Αντωνίου – Η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη ελληνική ταινία της χρονιάς -μαζί με την «Ψυχή στο στόμα», που μπορεί να μην ήταν η πιο ολοκληρωμένη, ήταν όμως η σημαντικότερη ελληνική ταινία για φέτος.


..Επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω: «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» (La Mome) του Olivier Dahan, o «Λαβύρινθος του Πάνα» (Pan's Labyrinth) του Guillermo del Toro, το «Thank you for Smoking» του Jason Reitman, το «Έγκλημα στο Κολλέγιο» (Brick) του Rian Johnson (που όμως δεν βρήκε διανομή στη Θεσσαλονίκη) καθώς και το «United 93», του Paul Greengrass.

[..σας προσκαλώ να διαφωνήσετε!]

Sunday, June 24, 2007

Μέρες Καύσωνα


Νόμιζε οτι ξύπνησε από το φως που έμπαινε μέσα από τις γρίλιες. Όταν άνοιξε όμως τα μάτια καλά, και συνήθισε το βλέμμα της στο μισοσκόταδο, θυμήθηκε πως τα στόρια ήταν ερμητικά κλειστά. Έτσι έπρεπε. Για να μένει η ζέστη απ’έξω. Δεν πρέπει να ήταν το φως λοιπόν. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η υγρασία σχεδόν την έπνιγε, αλλά συγχρόνως ο λαιμός της ήταν ξερός. Ο ανεμιστήρας της οροφής γυρνούσε αργά και βασανιστικά –από καιρό το έλεγε οτι δεν λειτουργούσε σωστά. Δεν έφερνε δροσιά. Έτσι αργά που γυρνούσε και ράθυμα, έμοιαζε να ανακατέυει ένα μεγάλο καζάνι με βραστό αέρα. Πνιγόταν. Το ποτήρι δίπλα της είχε αδειάσει –πότε πρόλαβε μες στον ύπνο της; Δυο τρια ζωύφια πετούσαν γύρω από τον ανεμιστήρα. Βαριεστημένα κι αυτά. Μόνο τα κουνούπια δεν έδειχναν πτοημένα. Ζουζούνιζαν συστηματικά δίπλα στο αυτί της και πότε πότε έκαναν καμιά παύση για να κατευθυνθούν στο δέρμα της. Αποτελεσματικότατα. Μάλλον αυτά θα με ξύπνησαν, σκέφτηκε. Πρέπει να ήταν Κυριακή. Είχε χάσει τις μέρες, τόσο καιρό μέσα. Αλλά δεν άντεχε το έξω. Της το’χε άλλωστε απαγορεύεσει ο γιατρός. Ο καύσωνας σημαίνει θερμοπληξία για περιπτώσεις σαν τις δικές σας, είχε πει κουνώντας δασκαλίστικα το δάχτυλο. Σηκώθηκε αργά, το νυχτικό κολλημένο επάνω της, προσπαθώντας να καταλάβει τί ώρα θα ήταν έξω. Δεν άκουγε φωνές και βήματα πό το δρόμο, όμως οι Κυριακές ήταν μέρες πάντα σιωπηλές. Και μοναχικές για τους μοναχικούς. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ήχους του δρόμου. Παραιτήθηκε και σύρθηκε αργά αργά προς το μπάνιο. Τακ τακ. Τώρα το πρόσεξε πρώτη φορά. Τακ τακ. Ακουγόταν συστηματικά, από τη στιγμη που άνοιξε τα μάτια της. Μια σταγόνα έσταζε στον νιπτήρα. Τακ τακ. Ίσως ακουγόταν και πριν ξυπνήσει. Τακ. Ειρωνικός ήχος. Την χρειαζόταν αυτή τη σταγόνα στο πρόσωπό της, χρειαζόταν πολλές σταγόνες. Γύρισε τη βρύση και έκανε τη χούφτα της απο κάτω με προσμονή. Τακ τακ. Δυο σταγόνες μόλις, ακούμπησαν βασανιστικά στα χέρια της. Τακ. Χαμογέλασε με συγκατάβαση και ακούμπησε με τα χέρια της το πρόσωπό της και το αγκάλιασε όλο σαν να ήταν οι χούφτες της γεμάτες με νερό. Τακ, επανέλαβε σαρκαστικά η βρύση. Χρειαζόταν κάτι δροσερό. Επειγόντως, θα σκεφτόταν, αν η ζέστη δεν της έλιωνε το μυαλό. Έκλεισε τη ξερή,σαρκαστική βρύση και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο -περισσότερο με περιέργεια παρά με ελπίδα. Στο πλαστικό πιατάκι, στο ράφι, υπήρχε ένα μπλεγμένο κλαδάκι, που κάποτε στήριζε κάποιο τσαμπί σταφύλια. Τώρα στην άκρη του υπήρχαν μια δυο στφιδιασμένες ρώγες, χρώματος σκούρου μωβ. Στο μεγάλο μπωλ, στο κάτω ράφι, δεν είχαν μείνει παρά δυο φέτες καρπούζι, μισοφαγωμένες, πιο πολύ πράσινες παρά κόκκινες. Και πάνω στο ψυγείο, ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό. Τα κοίταξε όλα με συγκατάβαση. Τακ τακ, πρόσεξε τώρα στον νεροχύτη. Η σταγόνες έλαμπαν, διαθλώντας το φως που έφερνε το φωτάκι του ψυγείου. Τακ τακ, ξερές, έσκαγαν στο μέταλλο του νεροχύτη. Και αυτή η βρύση νεκρή. Τί ωρα να ήταν; Ευτυχώς, με τα κλειστά στόρια γλίτωνε πολλή από τη ζέστη. Ήπιε λίγο από το νερό -ζεστό σαν τον αέρα που την έπνιγε. Τα υπόλοιπα τα άφησε για άλλη φορά. Τακ τακ. Ξαναγύρισε αργά αργά στο υπνοδωμάτιο με τον παλιό ανεμιστήρα οροφής. Κάθησε από κάτω του, μήπως νιώσει περισσότερη δροσιά, μήπως παρασυρθεί από την αόρατη δίνη που δημιουργούσε. Από το παράθυρο ακούστηκαν φωνές του δρόμου. Παιδιά πρέπει να ήταν. Ίσως ήταν μέρα. Ακούγονταν σαν να τρέχουν. Ίσως να πιτσιλίζονταν με νερό –Μπά, τα βήματά τους αντηχούσαν σε έδαφος ξερό. Αλλά οι φωνές τους έμοιαζαν χαρούμενες, ζωηρές. Ναι, ήταν μάλλον μέρα. Έξω, εκτός από ζέστη, θα είχε και φως. Χαμογέλασε, για πρώτη φορά χωρίς συγκατάβαση, και άρχισε με κόπο να ανεβάζει τα στόρια. Ναι, έξω ήταν μέρα. Ο ήλιος έκαιγε το χώμα, αλλά πέρα μακριά φαινόταν το φως να αντανακλά στη θάλασσα. Ωραία εικόνα σκέφτηκε, ενώ την τύλιγε η ζέστη. Τη δροσιά μου να έχετε, τους φώναξε, αλλά δεν πρέπει να την άκουσαν. Χαμογέλασε και έκανε να αγκαλιάσει τον ήλιο. Τα πάντα εγένετο από του φωτός και τα πάντα επιστρέφει εις το φως.

[η ιστοριούλα γραφτηκε ως comment στο ποστ "Ημερολογιο του Καυσωνα" στο blog του Νίκου Δήμου]

Thursday, June 14, 2007

Η Βαλίτσα

[Ένα κείμενο με αφορμή αυτή τη φωτογραφία, μετά από πρόσκληση του αγνώστου του μετρό. Ναι, ίσως βγήκε λίγο μεγάλο..]



Την παράτησε εκεί, γεμάτη –ή μήπως άδεια;– , μπροστά σ’εναν ουρανό που δεν μπορούσες να πεις αν άνοιγε ή αν ετοιμαζόταν να σε καταπιεί, δίπλα σε μια θάλασσα μυστήρια: φουσκωμένη, φουρτουνιασμένη; Δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Επιτέλους, ξαλαφρωμένος.
Την είχε χρόνια πολλά αυτή τη φθαρμένη βαλίτσα, κι από τότε που την βρήκε, παιδί ακόμα, έμοιαζε παλιά. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια πριν φύγει η γιαγιά του, όταν του είχε πει να παει στο πατάρι και να πάρει δώρο από εκείνην ο,τι ήθελε από εκεί μέσα. Ένα μόνο πράγμα βέβαια μπορούσε να διαλέξει. Ίσως θα φαινόταν δύσκολο να μαντέψει κανείς τί θα διάλεγε, εκεί μέσα υπήρχαν κούτες και κουτάκια, χειρόγραφα, παλιά μουσικά όργανα και ρούχα, φωτογραφίες, χάρτες και εργαλεία, σωροί από αναμνήσεις και αναμνηστικά. Όμως αυτός δεν έψαξε σχεδόν καθόλου -όπως φαίνεται είχε μαντέψει κι η γιαγιά. Έσυρε την παλιά, φθαρμένη βαλίτσα με το σκουριασμένο λουκέτο έξω και χωρίς να προσπαθήσει καν να την ανοίξει, της φώναξε «βρήκα το δώρο μου». Κατέβηκε μαζί μ’ενα σύννεφο σκόνης και ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Διάλεξες λοιπόν, ε;» του είπε δήθεν απορημένη. Δεν ήταν έκπληξη για κανέναν τους, όμως δεν το ήξεραν. Έτσι, συνέχισε ενθουσιασμένος, με ειλικρινή απορία: «Λοιπόν, τί έχει μέσα το δώρο μου;». Kαι εκείνη του απάντησε, «Eσένα». Δεν το είπε όμως τρομαχτικά, ούτε μυστήρια σαν να συνέχιζε εκείνες τις τρομαχτικές ιστορίες που του έλεγε συχνά τα βράδια πριν κοιμηθεί, κρυφά από τους γονείς του. Ούτε το έλεγε με αυτό το τρεμούλιασμα στη φωνή, όπως όταν κάτι αξημέρωτα πρωινά τη χτύπαγε η αρρώστια στο κεφάλι και έλεγε ασυναρτησίες. Το έλεγε απλά και αληθινά, σαν να του έλεγε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Έτσι δεν αμφισβήτησε το γεγονός. Ούτε τον τρόμαξε.
Όταν καθάριζαν το σπίτι εκείνο, κάποιους μήνες μετά, παραλίγο να την ξεχάσει φεύγοντας. Του φώναξε η μητέρα του από κάτω: «την παλιά βαλίτσα της αποθήκης είχες πει οτι τη θέλεις, έτσι δεν είναι; στην έβαλα στο πορτ μπαγκαζ», και άναψε τη μηχανή και ξεκίνησε.
Έτσι, η παλιά φθαρμένη βαλίτσα τον ακολούθησε στο δικό του σπίτι, πάλι καταχωνιασμένη σε μια άλλη αποθήκη.

Ήταν η δεύτερη φορά που θα χώριζε για τον ίδιο λόγο. Ίσως και τρίτη και δέκατη και εικοστή, δεν το ήξερε όμως με σιγουριά. Ήξερε σίγουρα τη μία. Και τώρα έβλεπε οτι ερχόταν και η άλλη. Όμως ήταν λάθος, και είχε προσπαθήσει να το πει εκείνη τη φορά που το κατάλαβε. Αλλά πάλι δεν μίλησε, για να μην παρεξηγηθεί. Δεν ήταν ότι δεν ένιωθε, εκείνη όμως γιατί δεν το κατάλαβε; Γιατί δεν το καταλάβαιναν; Απλά δεν ήθελε να τον βλέπουν οι άλλοι σαν να ήταν διαφανής, ήταν τόσο απλό. Είναι τόσο απλό. Δεν ήθελε να τα ξέρουν τα αρνητικά του, αφού μπορούσε να προσαρμοστεί παντού χωρίς πρόβλημα, τί τους ενδιέφερε. Και πάντα το έλεγε, μέσα του, "αυτοί που με ξέρουν, θα τα βρουν". Ας τα ψάξουν. "Εγώ έτσι είμαι αληθινός, και σ’όποιον αρέσω. Όχι, όμως, όχι σ’όποιον αρέσω –σε όλους θα αρέσω".
Και στην αρχή τα κατάφερνε πάντα καλά. Μια ανέφελη επιφάνεια και μια κοινωνικότητα αξιοθαύμαστη. Και σχέσεις, σχέσεις ουσιαστικές, πολλές. Και ένας διάχυτος θαυμασμός. Και μια εκτίμηση. Και μια αγκαλιά πάντα υπήρχε. Όμως, ήταν ιδέα του, ή δεν ήταν τόσο σφιχτή όσο του ζευγαριού απέναντι; Υπήρχε πάντα η λιακάδα της εκτίμησης, αλλά ποτέ δεν ένιωσε αυτή τη σπίθα της αγάπης. Αυτή την υπέροχη, δοτική αγάπη των ηλιθίων, των ερωτευμένων, που δε βλέπουν τα αρνητικά, κι ας είναι εκεί, μπροστά τους και να τους χτυπάνε καταπρόσωπο. Αυτός, που δεν είχε ελαττώματα, που δεν έδειχνε ελαττώματα, γι’αυτόν τί θα έκρυβε ο έρωτας;
Δεν του το είχε πει έτσι ακριβώς, αλλά το είχε καταλάβει πως έτσι ήταν. «Τόσα χρόνια κι είναι σαν να μη σε ξέρω» ανάμεσα στο παραλήρημα, το είχε ξεχωρίσει αυτό. Κάπως του είχε καρφωθεί αυτό, ανάμεσα σε άλλα πολύ σκληρότερα. Είχε απαντήσει ήρεμα, μεστά, είχε φωνάξει και λίγο -αρκετά μάλλον, αλλά όχι τόσο ώστε. Ώστε τι; Δεν ήξερε, αλλά πάντως είχε φωνάξει αρκετά. Αρκετά για να χωρίσουν, χωρίς να της εξηγήσει αρκετά, χωρίς να πληγώσει αρκετά, χωρίς να πληγωθεί αρκετά. Και τώρα για άλλη μια φορά, ντυνόταν αργά αργά, σαν σε ιεροτελεστία και ετοιμαζόταν να κάνει τον ίδιο διάλογο. Να τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες, σε μία συνάντηση. Όπως πάντα. Σαν να το είχε κάνει πολλές φορές αυτό, σκέφτηκε, περισσότερες από εκείνη τη μία. Περισσότερες από όσες θα έπρεπε -ή έτσι κάπως του φάνηκε; Αλλά πάντα του ήταν εντάξει, κανείς δεν τον κατηγόρησε γι’αυτό. Πάντα τον εκτιμούσαν στις σχέσεις του, ακόμα κι όταν αυτές τελείωναν, και τον κοιτούσαν όπως κοιτάζουν όλους αυτούς που κοιτάμε με θαυμασμό: από απόσταση. Και όχι με το τρυφερό βλέμμα που αγκαλιάζουμε τους αγαθούς. Άδικο, μα έτσι είναι.
Αυτό δεν ήταν μέρος της ιεροτελεστίας, αλλά ήταν μια κίνηση που έγινε αυτόματα. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κατέβηκε τις σκάλες και πριν σβήσει το φως, έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης και ανέσυρε από την πίσω γωνιά την σκονισμένη βαλίτσα. Την τίναξε λίγο, ίσα να φανεί το κανονικό της χρώμα πίσω από τα στρώματα της σκόνης και την πήρε μαζί του έξω. Έσβησε τα φώτα, έκλεισε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά στο σπίτι της.
Δεν υποκρίθηκαν πως είχαν βρεθεί για κάτι άλλο, ήταν ψυχροί –όπως έμοιαζαν πάντα;– και άρχισαν τα ευγενικά. Τα πιο σκληρά απ’όλα. «Δεν ξέρω αν φταίει κάτι ή εμένα μου φαίνεται, αλλά είμαστε κάπως μακριά τώρα. Πάντα ήμασταν; Δεν ξέρω. Ναι, ίσως, είναι αυτό, είσαι μυστήριος. Μυστήρια υπέροχος έλεγα, ναι, ναι το ξέρω. Αλλά κάπως νιώθω να σε έχω χάσει. Ναι αυτό. Αυτό ακριβώς, όπως το είπες, τόσα χρόνια και είναι σαν να μη σε ξέρω. Ή μάλλον σε ξέρω, σε ξέρω όμως ..κάπως. Τί εννοώ, ναι. Κάπως λίγο.. Δηλαδή, εννοώ, νιώθω πως σε γνωρίζω όπως ο κάθε συνάδελφός σου στο γραφείο, όπως οι φίλοι σου κι οι μακρινοί συγγενείς σου και οι μακρινοί συγγενείς οι δικοί μου, όπως οι γνωστοί μου που θα σου συστήσω στο δρόμο. Ναι εντάξει, λίγο περισσότερο.. Ίσως λίγο περισσότερο. Ναι περισσότερο, αλλά τελικά το ίδιο. Το ίδιο....». Θα έλεγε κι άλλα, αλλά τότε εκείνος άρχισε να κλαίει. Όχι αυτό το τρανταχτό κλάμα το συνηθισμένο, αλλά ένας σπαρακτικός λυγμός, όχι όπως έκλαιγε συνήθως έντονα μα και διακριτικά. Τώρα τρανταζόταν μέσα του και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη ροή των δακρύων όπως άλλες φορές. Έσκυψε για να κρυφτεί, εκλαιγε πολύ. Και ξαφνικά, σηκώθηκε απότομα από τα κλάματα και κλώτσησε θυμωμένος το σκουριασμένο μάνταλο, άνοιξε την βαλίτσα, γέμισε ο τόπος σκόνες και έμεινε να την κοιτάει ενεός, με βλέμμα υγρό. Ήταν άδεια, μια άδεια βαλίτσα με μια καρώ φθαρμένη φόδρα και τσέπες σουρωτές, άδειες κι αυτές, στα πλάγια. Κι εκείνη κοίταζε απορημένη. Μια την ανοιχτή βαλίτσα και μια τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του.
«Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Πάντα φοβόμουν. Το σκοτάδι, τους κλειστούς χώρους, τα γέλια πίσω από την πλάτη μου, τα φίδια, τις αράχνες, το αίμα, τον πόνο, την απόρριψη -ναι αυτήν κυρίως, την απόρριψη. Τη μοναξιά και τις πόρτες που τρίζουν. Την αδυναμία και την αρρώστια. Και τη μοναξιά. Έχω φαντασιώσεις που ντρέπομαι να σου τις πω, δεν θέλω να ποτέ να δεις πόσο άσχημο πρόσωπο κρύβω πίσω από τα γυαλιά, τη στραβή μου μύτη και τα δόντια που ποτέ δεν τους έβαλα σιδεράκια. Θέλω να είμαι πάντα ο καλύτερος, ναι το ξέρεις, αλλά δεν με πειράζει να πατήσω τους άλλους κάτω, αυτό δεν το ξέρεις. Θέλω να περνάει πάντα το δικό μου, δεν θέλω να με παραβλέπουν, να κάνουν πως δεν υπάρχω. Είμαι βολικός για να αρέσω, όχι γιατί δεν έχω πρόβλημα. Στενοχωριέμαι που οι γονείς μου δεν με αγαπούσαν όσο την αδερφή μου, κλαίω τα βράδια όταν μια κοπέλα δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου, κλαίω όταν καταλαβαίνω οτι δεν είμαι αρκετά καλός. Νιώθω ηλίθιος όταν μιλάτε για αστρονομία κι εγώ δεν ξέρω τίποτα, νιώθω άσχετος όταν μιλάτε για πράγματα που εγώ δεν καταλαβαίνω κι έτσι προσποιούμαι χαμογελαστά οτι τα καταλαβαίνω. Γελάω από αμηχανία, αυτοσαρκάζομαι από φόβο, κλαίω μπροστά σας για να μη νομίζετε πως είμαι αναίσθητος. Και αγαπώ πιο πολύ απ’όσο δείχνω, αλλά αν το δεις θα με αφήσεις. Γιατί φοβάμαι, που είμαι εγωιστής, δειλός, ηλίθιος, ματαιόδοξος, ασχημος μέσα κι απ'έξω, σκληρός, δειλός, ιδιοτελής και συμπλεγματικός. Και εγωιστής. Και λίγος. Και ανάξιος. Και διαφορετικός από τους πολλούς. Και όχι αρκετά ξεχωριστός. Και δειλός και εγωιστής». Τα δάκρυα είχαν σταματήσει να κυλάνε από τα μάτια του -ίσως στέρεψαν, ίσως δεν είχαν λόγο να κυλάνε πια, κι έτσι κι αυτός σταμάτησε να μιλάει κι έμεινε να κοιτάει μόνο. Κοίταξε την τσαλακωμένη καρώ φόδρα, την ίσωσε λίγο με το χέρι του που έτρεμε ακόμα, και έκλεισε ήρεμα μα αποφασιστικά τη βαλίτσα. Την πάτησε από πάνω, όπως όταν είναι φουσκωμένη πολύ γιατί βάλαμε μέσα ένα παλτό παραπάνω, και προσπάθησε να την κλειδώσει με το σπασμένο λουκέτο. Άδικος κόπος φάνηκε, μα τελικά έκλεισε μόνη της -επιζούσαν ακόμα οι ξεχαραβαλωμένες, χρόνια αχρησιμοποίητες κλειδωνιές της, και το λουκέτο δεν χρειάστηκε.

«Μη φεύγεις. Νομίζω πως δεν τα είπαμε όλα», του είπε όπως πέρναγε στο χωλ.
«Ούτε εγώ», της απάντησε, κλείνοντας την πόρτα.
Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο, έβαλε τη βαλίτσα στο πίσω κάθισμα και οδήγησε μέχρι την παραλία.

Wednesday, June 13, 2007

"Dead Man's Shoes", του Shane Meadows

[επαναφέρω το ποστ στην αρχή, μιας και αύριο βγαίνει η ταινία στις αίθουσες και είναι επίκαιρο..]

«Ο Θεός θα τους συγχωρήσει. Θα τους συγχωρήσει και θα τους αφήσει να πάνε στον Παράδεισο. Δεν μπορώ να ζήσω γνωρίζοντας αυτό», μονολογεί στα σκοτεινά ο Ρίτσαρντ, και ως άλλος άγγελος-αξολοθρευτής βουτά αποφασιστικά τα χέρια του στο αίμα.
Ένα φάντασμα από το παρελθόν, ο αδύναμος Άντονυ, ένας εκδικητής του παρόντος, ο αμείλικτος Ρίτσαρντ και μια ομάδα ναρκομανών μικροκακοποιών με ένα ένοχο μυστικό. Να οι τρεις άξονες που συνθέτουν αυτό το τραγικό τρίγωνο ύβρεως-τιμωρίας-κάθαρσης. Και τα χέρια όλων, βαμμένα με αίμα. Είτε για παιχνίδι, είτε από φόβο, είτε από αδυναμία αντίδρασης, είτε για εκδίκηση, είναι όλοι συνένοχοι σε ένα φαύλο κύκλο που ξεκινά με αίμα και δεν μπορεί να κλείσει παρά μόνο με τον ίδιο τρόπο.
Όλα άρχισαν με μερικά επικίνδυνα «παιχνίδια» εις βάρος του αγαθού και διανοητικά καθυστερημένου Άντονυ. Παιχνίδια που μετεξελίχθηκαν σε βασανιστήρια με τραγικά αποτελέσματα, και που φέρνουν, χρόνια μετά, τον αδεφό του, τον απόστρατο Ρίτσαρντ, στη θέση του εκδικητή. Δεν έχει σημασία ο τρόπος, σημασία έχει το αποτέλεσμα. Ο θάνατος είναι η μόνη τιμωρία. Και θα επιτευχθεί με κάθε μέσο, μέχρι το τέλος.
Λιτές γραμμές, απλά μέσα, καθαρή γραφή μα ένα σύνθετο τελικά αποτέλεσμα, με ένα συγκλονιστικά τραγικό τελειωτικό χτύπημα, που αφήνει τον κύκλο ημιτελή και το αίμα να στάζει από χέρια που τρέμουν από τύψεις και συνενοχή.
Το φάντασμα μπορεί να εξιλεώθηκε από το αίμα, μα τα παπούτσια του νεκρού δε θα ξαναφορεθούν ποτέ. Και οι τύψεις θα παραμείνουν, βαραίνοντας τους αδύναμους ώμους του τελευταίου επιζώντα, του μόνου που δεν κατάφερε να πεθάνει..

[Είναι όμορφο όταν άνθρωποι με κέφι ξεκινάνε κάτι καινούργιο. Ακόμα καλύτερα όταν αυτούς τους ανθρώπους τους έχεις μες στην καρδιά σου. Όταν, δε, το πείραμα ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς, δεν μπορείς παρά να το στηρίξεις με χαρά.
Η ταινία αυτή βγαίνει στους κινηματογράφους από 14/6 από τη νεοσύστατη Seven Films. Αν κρίνω από τα διαμαντάκια που είδα στο καλοκαιρινό της πρόγραμμα, καλώς τη δεχτήκαμε!]

Friday, June 8, 2007

"Good Βye, Lenin!", του Wolfgang Becker

[Με αφορμή αυτή την είδηση. Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη και η πραγματικότητα μας εκπλήσσει περισσότερο κι από την πιο τραβηγμένη φαντασία..]

Στα 1989, μια Γερμανία χρόνια διχασμένη, με δυο πλευρές αντικρυστές που κοίταζαν μα δεν έβλεπαν η μία την άλλη, γιατί ανάμεσά τους ορθωνώταν ένα τείχος από μπετόν και προπαγάνδα. Η καθεμία βυθισμένη στη δική της αλήθεια, που τρεφόταν με το ψέμα της απέναντι, και στη μέση ένα βάναυσο διαχωριστικό που δεν επέτρεπε στην αλήθεια της μιας πλευράς να μολύνει το ψέμα της άλλης.
Στα 1989, μια οικογένεια χρόνια χωρισμένη, ο πατέρας χαμένος κάπου από την απέναντι πλευρά, τα παιδιά να κοιτούν δειλά προς τα εκεί που δύει ο ήλιος και μια μάνα που εθελοτυφλεί καθηλωμένη πεισματικά σ'ενα όραμα προ πολλού (από την αρχή;) ξεθωριασμένο. Όμως εκείνη εκεί, πιστή σε ένα σύστημα που πίστευε πως την έθρεφε, στο σύστημα που τη μεγάλωσε, σε ένα σύστημα που άνθρωποι σαν κι αυτήν το έθρεψαν και το μεγάλωσαν.
Και κάπου εκεί, στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανατολή και δύση, σε μια από αυτές τις συνεχείς και ολοένα αυξανόμενες διαμάχες του νέου με το παλιό, έρχεται το σοκ. Ο γιος παραπατάει προς τα δυτικά και η μάνα συγκλονισμένη από τη συνειδητοποίηση, πέφτει σε κώμα. Και οι εξελίξεις δραματικές. Σε ένα βράδυ, σε δυο βράδυα, σε μερικές βδομάδες έπεσε ο τοίχος, έπεσαν οι παρωπίδες, έπεσαν οι μάσκες. Και εκείνη παρέμενε σε κώμα. Ο κόσμος άλλαζε, έτρεχε, προχωρούσε, μα το δικό της μυαλό έμενε εκεί, κολλημένο, ασυναίσθητα λόγω της συγκυρίας μα ίσως κατά βάθος συνειδητά λόγω της εσωτερικής της βαθιάς επιθυμίας.
Και μετά; Όταν ξυπνήσει; Μετά το πρώτο σοκ πως θα αντέξει το δεύτερο σοκ, το ουσιαστικό; Την πραγματική αλλαγή; Πως θα αντέξει η αδύναμη, σοσιαλιστική της καρδιά τον νέο κόσμο;
Και έτσι θα ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου, ένας αγώνας δρόμου τραγικά ειρωνικός, μια κούρσα προς τα πίσω, σε πείσμα των καιρών που έτρεχαν μπροστά, μπροστά, μπροστά. Όσο η χώρα προχωρούσε ακάθεκτη προς τη δύση, ένα σπίτι, ένα δωμάτιο έμενε προσηλωμένο, καθηλωμένο στα παλιά ιδανικά.
Με ένα βλέμμα γλυκό, σε στιγμές σχεδόν νοσταλγικό μα και σκληρά ειρωνικό, όμως πάντα τόσο μα τόσο ανθρώπινο, το "Good Bye Lenin" κουνά το μαντήλι στη διχασμένη Γερμανία και παρακολουθεί πατρικά την αναγεννημένη, "ενωμένη" Γερμανία να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα, μέσα από το βλέμμα του μπερδεμένου, απολιτικ πρωταγωνιστή που ισορροπεί φοβισμένος μα και αισιόδοξος ανάμεσα στα 80m2 του υπαρκτού σοσιαλισμού που (του) έχουν απομείνει και στην ανεξερεύνητη νέα χώρα του που απλώνεται προκλητική μπροστά του..

[Μου είχε κάνει εντύπωση και τότε, όπως μου έκανε και φέτος με τις "Ζωές των Άλλων", η υποδοχή που είχε επιφυλάξει το ελληνικό κοινό στην ταινία "Good bye Lenin!". Μια χώρα όπως η δική μας, που η σινεφιλ κοινότητα κρατάει σθεναρά το λάβαρο της αριστεράς και από τη συμπεριφορά της μοιάζει συχνά σχεδόν να μετανιώνει που δεν είχε αντίστοιχο πρόσφατο παρελθόν με τη Γερμανία (και γενικά με το ανατολικό μπλοκ), πίστευα -ευτυχώς λανθασμένα- ότι θα παραβλέψει αυτές τις ταινίες. Ταινίες που είναι φτιαγμένες με υλικά παρμένα μέσα από τη βιωμένη ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού και που λαμβάνουν ως αυτονόητα πράγματα που εδώ στην Ελλάδα αδυνατούμε να κατανοήσουμε (ή που, χειρότερα, κατανοούμε, αλλά επειδή δεν "πάθαμε για να μάθουμε" προσποιούμαστε οτι δεν αντιλαμβανόμαστε και φωνασκούμε θεωρητικώς εκ του ασφαλούς). Υπάρχουν και οι ευχάριστες εκπλήξεις λοιπόν.]

Saturday, June 2, 2007

Defining Love

And I want to play hide-and-seek and give you my clothes and tell you I like your shoes and sit on the steps while you take a bath and massage your neck and kiss your feet and hold your hand and go for a meal and not mind when you eat my food and meet you at Rudy's and talk about the day and type your letters and carry your boxes and laugh at your paranoia and give you tapes you don't listen to and watch great films and watch terrible films and complain about the radio and take pictures of you when you're sleeping and get up to fetch you coffee and bagels and Danish and go to Florent and drink coffee at midnight and have you steal my cigarettes and never be able to find a match and tell you about the the programme I saw the night before and take you to the eye hospital and not laugh at your jokes and want you in the morning but let you sleep for a while and kiss your back and stroke your skin and tell you how much I love your hair your eyes your lips your neck your breasts your arse your... and sit on the steps smoking till your neighbour comes home and sit on the steps smoking till you come home and worry when you're late and be amazed when you're early and give you sunflowers and go to your party and dance till I'm black and be sorry when I'm wrong and happy when you forgive me and look at your photos and wish I'd known you forever and hear your voice in my ear and feel your skin on my skin and get scared when you're angry and your eye has gone red and the other eye blue and your hair to the left and your face oriental and tell you you're gorgeous and hug you when you're anxious and hold you when you hurt and want you when I smell you and offend you when I touch you and whimper when I'm next to you and whimper when I'm not and dribble on your breast and smother you in the night and get cold when you take the blanket and hot when you don't and melt when you smile and dissolve when you laugh and not understand why you think I'm rejecting you when I'm not rejecting you and wonder how you could think I'd ever reject you and wonder who you are but accept you anyway and tell you about the tree angel enchanted forest boy who flew across the ocean because he loved you and write poems for you and wonder why you don't believe me and have a feeling so deep I can't find words for it and want to buy you a kitten I'd get jealous of because it would get more attention than me and keep you in bed when you have to go and cry like a baby when you finally do and get rid of the roaches and buy you presents you don't want and take them away again and ask you to marry me and you say no again but keep on asking because though you think I don't mean it I do always have from the first time I asked you and wander the city thinking it's empty without you and want what you want and think I'm losing myself but know I'm safe with you and tell you the worst of me and try to give you the best of me because you don't deserve any less and answer your questions when I'd rather not and tell you the truth when I really don't' want to and try to be honest because I know you prefer it and think it's all over but hang on in for just ten more minutes before you throw me out of your life and forget who I am and try to get closer to you because it's a beautiful learning to know you and well worth the effort and speak German to you badly and Hebrew to you worse and make love with you at three in the morning and somehow somehow somehow communicate some of the overwhelming undying overpowering unconditional all-encompassing heart-enriching mind-expanding on-going never-ending love I have for you."

-Sarah Kane, μονόλογος από το έργο "Crave".