Thursday, June 14, 2007

Η Βαλίτσα

[Ένα κείμενο με αφορμή αυτή τη φωτογραφία, μετά από πρόσκληση του αγνώστου του μετρό. Ναι, ίσως βγήκε λίγο μεγάλο..]



Την παράτησε εκεί, γεμάτη –ή μήπως άδεια;– , μπροστά σ’εναν ουρανό που δεν μπορούσες να πεις αν άνοιγε ή αν ετοιμαζόταν να σε καταπιεί, δίπλα σε μια θάλασσα μυστήρια: φουσκωμένη, φουρτουνιασμένη; Δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Επιτέλους, ξαλαφρωμένος.
Την είχε χρόνια πολλά αυτή τη φθαρμένη βαλίτσα, κι από τότε που την βρήκε, παιδί ακόμα, έμοιαζε παλιά. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια πριν φύγει η γιαγιά του, όταν του είχε πει να παει στο πατάρι και να πάρει δώρο από εκείνην ο,τι ήθελε από εκεί μέσα. Ένα μόνο πράγμα βέβαια μπορούσε να διαλέξει. Ίσως θα φαινόταν δύσκολο να μαντέψει κανείς τί θα διάλεγε, εκεί μέσα υπήρχαν κούτες και κουτάκια, χειρόγραφα, παλιά μουσικά όργανα και ρούχα, φωτογραφίες, χάρτες και εργαλεία, σωροί από αναμνήσεις και αναμνηστικά. Όμως αυτός δεν έψαξε σχεδόν καθόλου -όπως φαίνεται είχε μαντέψει κι η γιαγιά. Έσυρε την παλιά, φθαρμένη βαλίτσα με το σκουριασμένο λουκέτο έξω και χωρίς να προσπαθήσει καν να την ανοίξει, της φώναξε «βρήκα το δώρο μου». Κατέβηκε μαζί μ’ενα σύννεφο σκόνης και ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Διάλεξες λοιπόν, ε;» του είπε δήθεν απορημένη. Δεν ήταν έκπληξη για κανέναν τους, όμως δεν το ήξεραν. Έτσι, συνέχισε ενθουσιασμένος, με ειλικρινή απορία: «Λοιπόν, τί έχει μέσα το δώρο μου;». Kαι εκείνη του απάντησε, «Eσένα». Δεν το είπε όμως τρομαχτικά, ούτε μυστήρια σαν να συνέχιζε εκείνες τις τρομαχτικές ιστορίες που του έλεγε συχνά τα βράδια πριν κοιμηθεί, κρυφά από τους γονείς του. Ούτε το έλεγε με αυτό το τρεμούλιασμα στη φωνή, όπως όταν κάτι αξημέρωτα πρωινά τη χτύπαγε η αρρώστια στο κεφάλι και έλεγε ασυναρτησίες. Το έλεγε απλά και αληθινά, σαν να του έλεγε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Έτσι δεν αμφισβήτησε το γεγονός. Ούτε τον τρόμαξε.
Όταν καθάριζαν το σπίτι εκείνο, κάποιους μήνες μετά, παραλίγο να την ξεχάσει φεύγοντας. Του φώναξε η μητέρα του από κάτω: «την παλιά βαλίτσα της αποθήκης είχες πει οτι τη θέλεις, έτσι δεν είναι; στην έβαλα στο πορτ μπαγκαζ», και άναψε τη μηχανή και ξεκίνησε.
Έτσι, η παλιά φθαρμένη βαλίτσα τον ακολούθησε στο δικό του σπίτι, πάλι καταχωνιασμένη σε μια άλλη αποθήκη.

Ήταν η δεύτερη φορά που θα χώριζε για τον ίδιο λόγο. Ίσως και τρίτη και δέκατη και εικοστή, δεν το ήξερε όμως με σιγουριά. Ήξερε σίγουρα τη μία. Και τώρα έβλεπε οτι ερχόταν και η άλλη. Όμως ήταν λάθος, και είχε προσπαθήσει να το πει εκείνη τη φορά που το κατάλαβε. Αλλά πάλι δεν μίλησε, για να μην παρεξηγηθεί. Δεν ήταν ότι δεν ένιωθε, εκείνη όμως γιατί δεν το κατάλαβε; Γιατί δεν το καταλάβαιναν; Απλά δεν ήθελε να τον βλέπουν οι άλλοι σαν να ήταν διαφανής, ήταν τόσο απλό. Είναι τόσο απλό. Δεν ήθελε να τα ξέρουν τα αρνητικά του, αφού μπορούσε να προσαρμοστεί παντού χωρίς πρόβλημα, τί τους ενδιέφερε. Και πάντα το έλεγε, μέσα του, "αυτοί που με ξέρουν, θα τα βρουν". Ας τα ψάξουν. "Εγώ έτσι είμαι αληθινός, και σ’όποιον αρέσω. Όχι, όμως, όχι σ’όποιον αρέσω –σε όλους θα αρέσω".
Και στην αρχή τα κατάφερνε πάντα καλά. Μια ανέφελη επιφάνεια και μια κοινωνικότητα αξιοθαύμαστη. Και σχέσεις, σχέσεις ουσιαστικές, πολλές. Και ένας διάχυτος θαυμασμός. Και μια εκτίμηση. Και μια αγκαλιά πάντα υπήρχε. Όμως, ήταν ιδέα του, ή δεν ήταν τόσο σφιχτή όσο του ζευγαριού απέναντι; Υπήρχε πάντα η λιακάδα της εκτίμησης, αλλά ποτέ δεν ένιωσε αυτή τη σπίθα της αγάπης. Αυτή την υπέροχη, δοτική αγάπη των ηλιθίων, των ερωτευμένων, που δε βλέπουν τα αρνητικά, κι ας είναι εκεί, μπροστά τους και να τους χτυπάνε καταπρόσωπο. Αυτός, που δεν είχε ελαττώματα, που δεν έδειχνε ελαττώματα, γι’αυτόν τί θα έκρυβε ο έρωτας;
Δεν του το είχε πει έτσι ακριβώς, αλλά το είχε καταλάβει πως έτσι ήταν. «Τόσα χρόνια κι είναι σαν να μη σε ξέρω» ανάμεσα στο παραλήρημα, το είχε ξεχωρίσει αυτό. Κάπως του είχε καρφωθεί αυτό, ανάμεσα σε άλλα πολύ σκληρότερα. Είχε απαντήσει ήρεμα, μεστά, είχε φωνάξει και λίγο -αρκετά μάλλον, αλλά όχι τόσο ώστε. Ώστε τι; Δεν ήξερε, αλλά πάντως είχε φωνάξει αρκετά. Αρκετά για να χωρίσουν, χωρίς να της εξηγήσει αρκετά, χωρίς να πληγώσει αρκετά, χωρίς να πληγωθεί αρκετά. Και τώρα για άλλη μια φορά, ντυνόταν αργά αργά, σαν σε ιεροτελεστία και ετοιμαζόταν να κάνει τον ίδιο διάλογο. Να τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες, σε μία συνάντηση. Όπως πάντα. Σαν να το είχε κάνει πολλές φορές αυτό, σκέφτηκε, περισσότερες από εκείνη τη μία. Περισσότερες από όσες θα έπρεπε -ή έτσι κάπως του φάνηκε; Αλλά πάντα του ήταν εντάξει, κανείς δεν τον κατηγόρησε γι’αυτό. Πάντα τον εκτιμούσαν στις σχέσεις του, ακόμα κι όταν αυτές τελείωναν, και τον κοιτούσαν όπως κοιτάζουν όλους αυτούς που κοιτάμε με θαυμασμό: από απόσταση. Και όχι με το τρυφερό βλέμμα που αγκαλιάζουμε τους αγαθούς. Άδικο, μα έτσι είναι.
Αυτό δεν ήταν μέρος της ιεροτελεστίας, αλλά ήταν μια κίνηση που έγινε αυτόματα. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κατέβηκε τις σκάλες και πριν σβήσει το φως, έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης και ανέσυρε από την πίσω γωνιά την σκονισμένη βαλίτσα. Την τίναξε λίγο, ίσα να φανεί το κανονικό της χρώμα πίσω από τα στρώματα της σκόνης και την πήρε μαζί του έξω. Έσβησε τα φώτα, έκλεισε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά στο σπίτι της.
Δεν υποκρίθηκαν πως είχαν βρεθεί για κάτι άλλο, ήταν ψυχροί –όπως έμοιαζαν πάντα;– και άρχισαν τα ευγενικά. Τα πιο σκληρά απ’όλα. «Δεν ξέρω αν φταίει κάτι ή εμένα μου φαίνεται, αλλά είμαστε κάπως μακριά τώρα. Πάντα ήμασταν; Δεν ξέρω. Ναι, ίσως, είναι αυτό, είσαι μυστήριος. Μυστήρια υπέροχος έλεγα, ναι, ναι το ξέρω. Αλλά κάπως νιώθω να σε έχω χάσει. Ναι αυτό. Αυτό ακριβώς, όπως το είπες, τόσα χρόνια και είναι σαν να μη σε ξέρω. Ή μάλλον σε ξέρω, σε ξέρω όμως ..κάπως. Τί εννοώ, ναι. Κάπως λίγο.. Δηλαδή, εννοώ, νιώθω πως σε γνωρίζω όπως ο κάθε συνάδελφός σου στο γραφείο, όπως οι φίλοι σου κι οι μακρινοί συγγενείς σου και οι μακρινοί συγγενείς οι δικοί μου, όπως οι γνωστοί μου που θα σου συστήσω στο δρόμο. Ναι εντάξει, λίγο περισσότερο.. Ίσως λίγο περισσότερο. Ναι περισσότερο, αλλά τελικά το ίδιο. Το ίδιο....». Θα έλεγε κι άλλα, αλλά τότε εκείνος άρχισε να κλαίει. Όχι αυτό το τρανταχτό κλάμα το συνηθισμένο, αλλά ένας σπαρακτικός λυγμός, όχι όπως έκλαιγε συνήθως έντονα μα και διακριτικά. Τώρα τρανταζόταν μέσα του και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη ροή των δακρύων όπως άλλες φορές. Έσκυψε για να κρυφτεί, εκλαιγε πολύ. Και ξαφνικά, σηκώθηκε απότομα από τα κλάματα και κλώτσησε θυμωμένος το σκουριασμένο μάνταλο, άνοιξε την βαλίτσα, γέμισε ο τόπος σκόνες και έμεινε να την κοιτάει ενεός, με βλέμμα υγρό. Ήταν άδεια, μια άδεια βαλίτσα με μια καρώ φθαρμένη φόδρα και τσέπες σουρωτές, άδειες κι αυτές, στα πλάγια. Κι εκείνη κοίταζε απορημένη. Μια την ανοιχτή βαλίτσα και μια τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του.
«Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Πάντα φοβόμουν. Το σκοτάδι, τους κλειστούς χώρους, τα γέλια πίσω από την πλάτη μου, τα φίδια, τις αράχνες, το αίμα, τον πόνο, την απόρριψη -ναι αυτήν κυρίως, την απόρριψη. Τη μοναξιά και τις πόρτες που τρίζουν. Την αδυναμία και την αρρώστια. Και τη μοναξιά. Έχω φαντασιώσεις που ντρέπομαι να σου τις πω, δεν θέλω να ποτέ να δεις πόσο άσχημο πρόσωπο κρύβω πίσω από τα γυαλιά, τη στραβή μου μύτη και τα δόντια που ποτέ δεν τους έβαλα σιδεράκια. Θέλω να είμαι πάντα ο καλύτερος, ναι το ξέρεις, αλλά δεν με πειράζει να πατήσω τους άλλους κάτω, αυτό δεν το ξέρεις. Θέλω να περνάει πάντα το δικό μου, δεν θέλω να με παραβλέπουν, να κάνουν πως δεν υπάρχω. Είμαι βολικός για να αρέσω, όχι γιατί δεν έχω πρόβλημα. Στενοχωριέμαι που οι γονείς μου δεν με αγαπούσαν όσο την αδερφή μου, κλαίω τα βράδια όταν μια κοπέλα δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου, κλαίω όταν καταλαβαίνω οτι δεν είμαι αρκετά καλός. Νιώθω ηλίθιος όταν μιλάτε για αστρονομία κι εγώ δεν ξέρω τίποτα, νιώθω άσχετος όταν μιλάτε για πράγματα που εγώ δεν καταλαβαίνω κι έτσι προσποιούμαι χαμογελαστά οτι τα καταλαβαίνω. Γελάω από αμηχανία, αυτοσαρκάζομαι από φόβο, κλαίω μπροστά σας για να μη νομίζετε πως είμαι αναίσθητος. Και αγαπώ πιο πολύ απ’όσο δείχνω, αλλά αν το δεις θα με αφήσεις. Γιατί φοβάμαι, που είμαι εγωιστής, δειλός, ηλίθιος, ματαιόδοξος, ασχημος μέσα κι απ'έξω, σκληρός, δειλός, ιδιοτελής και συμπλεγματικός. Και εγωιστής. Και λίγος. Και ανάξιος. Και διαφορετικός από τους πολλούς. Και όχι αρκετά ξεχωριστός. Και δειλός και εγωιστής». Τα δάκρυα είχαν σταματήσει να κυλάνε από τα μάτια του -ίσως στέρεψαν, ίσως δεν είχαν λόγο να κυλάνε πια, κι έτσι κι αυτός σταμάτησε να μιλάει κι έμεινε να κοιτάει μόνο. Κοίταξε την τσαλακωμένη καρώ φόδρα, την ίσωσε λίγο με το χέρι του που έτρεμε ακόμα, και έκλεισε ήρεμα μα αποφασιστικά τη βαλίτσα. Την πάτησε από πάνω, όπως όταν είναι φουσκωμένη πολύ γιατί βάλαμε μέσα ένα παλτό παραπάνω, και προσπάθησε να την κλειδώσει με το σπασμένο λουκέτο. Άδικος κόπος φάνηκε, μα τελικά έκλεισε μόνη της -επιζούσαν ακόμα οι ξεχαραβαλωμένες, χρόνια αχρησιμοποίητες κλειδωνιές της, και το λουκέτο δεν χρειάστηκε.

«Μη φεύγεις. Νομίζω πως δεν τα είπαμε όλα», του είπε όπως πέρναγε στο χωλ.
«Ούτε εγώ», της απάντησε, κλείνοντας την πόρτα.
Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο, έβαλε τη βαλίτσα στο πίσω κάθισμα και οδήγησε μέχρι την παραλία.

10 comments:

Caesar said...

Ρεαλιστικό & ταυτόχρονα σπαραχτικά εξομολογητικό. !
Ο δρόμος του παραδόξου είναι ο δρόμος της αλήθειας :)
>>>>>>>>>
"Όσα η αγάπη ονειρεύεται,
τα αφήνει όνειρα η ζωή.
Μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται"
[ Αλκίνοος ]

etalon said...

καλα η παλια καλη neutrina μας εστειλε παλι.
Απλα συγκλονιστικο!!!

etalon said...

...και ποτε με το καλο θα αρχισουμε γυρισμα?

kioy said...

Πολύ δυνατή γραφή...
Πολυ στοχαστικό, στο κενό που όλοι αφήνουμε μέσα μας να φουσκώνει μην εξερευνώντας όσα έχουμε, πέρα απ' το τείχος της απροσωπίας των σχέσεων.... Πολύ όμορφο το κειμενό σου neutrino μου... Σεναριογράφο βρήκαμε(άψογο) με σκηνοθέτη τι γίνεται???:)

neutrino said...

[καλησπερα! χαιρομαι για τα καλα λογια. ηταν εμπνευση της μιας ωρας, ομως η κεντρικη ιδεα γυροφερνει καιρο στο μυαλο μου. βεβαια με διαφορετικο τελος (και συνολικα διαφορετικο νοημα) αλλα τεσπα..]

καισαρα,
καλησπερα:)
ωραιος ο Ιωαννιδης, καταλληλος για την περισταση..

εταλον,
το εγραψα και μετα ξαπλωσα να κοιμηθω. στριφογυριζα μεχρι τις 6 το πρωι, σκεφτομενη την ιστορια σε κινηματογραφικες εικονες. θελει λιγο διορθωμα, αλλα κατι γινεται. (με την καταλληλη αρωγη.. ;) )

αγαπητε κιου,
πολυ μ'αρεσε η παρατηρηση για το κενο που φουσκωνει, εγω το σκεφτομουν διαφορετικα και δεν το ειχα δει ετσι.
χμμ, κρυφη μου φιλοδοξια ειναι να γινω και σκηνοθετις. λες; ;)

a.c. said...

(και να λοιπόν γιατί μερικοί άνθρωποι γεννιούνται σοφοί - ή, έστω, σοφότεροι):

γιατί την φράση αυτή που όλοι σκεφτόμαστε πως περιέχουμε και κάποτε εκστομίζουμε ή βάζουμε στο στόμα χάρτινων ανθρώπων ("σ'όποιον αρέσω") είναι ψέμα. ψέμα αισχρό.

"σ'όλους θ'αρέσω," λέμε κατά βάθος, μα έλα που λίγοι το συνειδητοποιούμε κι ακόμα λιγότεροι το λέμε ή το γράφουμε φωναχτά.

(αλλοίμονο, καλό μου, αλλοίμονο σ'εμάς με το ψι χρωμόσωμα - κάτι ξέρανε παλιά και σας μπαγλαρώνανε΄ είναι επικίνδυνη η θηλυκή οξυδέρκεια).

neutrino said...

a.c.
"Σ'οποιον αρέσουμε για τους αλλους δε θα μπορεσουμε..", οσο πιο δυνατα το τραγουδαμε το ασμα, τοσο πιο πολυ θελουμε να αρεσουμε.. Ετσι ειναι αυτα. (Εγω βεβαια, δεν παραδεχομαι τιποτα, ο αγνωστος ΧΨ της ιστοριας τα λεει, εγω τι σχεση εχω ;p)
[Καλα να μην αρχισω τωρα ποιανου προνομιο/χαρακτηριστικο ειναι η οξυδερκεια γιατι, μας ξερω, θα αρχισουμε τις ευγενειες "οχι εσεις" "μα τι λετε αγαπητε Ωγκυστ εσεις περισσοτερο"..!! :DD]

etalon said...

Καλησπερα! Μιλήσατε για οξυδερκεια? Εχω ολα τα σκονακια μαζι μου. Μπορω?

etalon said...

Ασχετο. Σημερα ειδα την πιο πετσοκομμενη κοπια ταινιας στη ζωη μου. Το In the mood for love στην Δεξαμενη. Η πως ενα αριστουργημα εξατμίζεται...(πολυ τυχεροι που το χασατε)

neutrino said...

κεφατος βλεπω αποψε αγαπητε εταλον![και ειχα δει μια ανακοινωση για τη δεξαμενη και πολυ ειχα ζηλεψει.. το παρτυ μετα παντως δειχνει πιο promising!]

εγω αποψε (ξανα)ειδα μια ταινια που πολυ μου θυμισε την Ερωτικη Επιθυμια. Ερχεται ομως απο τη Σουηδια. Τι αισθητικη!
"Θεου θελοντος", θα το δουμε και στην Ελλαδα..

Για την οξυδερκεια, εχεις να προσθεσεις κατι; ;)