A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium"

Με παρατημένη μα και σίγουρη ταυτόχρονα φωνή, ο Ed Tom μας συνοδεύει καθώς πρωτοπερπατάμε περιπλανώμενοι στην αχανή, όμως και τόσο αποπνικτική πεδιάδα του Τέξας. Από την πρώτη του φράση, το ξέρουμε. Είναι "ένα κουρέλι στο ραβδί που τον βαστά" και μιλά για "μνημεία του δικού του μεγαλείου". Τι ειρωνεία, μαύρη και σκληρή, να μιλά για το παρελθόν και να αναφέρεται σ' έναν ανήλικο δολοφόνο που σκότωσε χωρίς ίχνος πάθους. Και που, χάρη στον Ed Tom, σάπισε στην φυλακή. Ο Ed Tom μας υποδέχεται στο δικό του (παρηκμασμένο όπως αποδείχθηκε) Βυζάντιο και μας ομολογεί, παραδομένος ήδη από την αρχή και κουρασμένος να ασχοληθεί με κάτι που δεν κατανοεί: αυτός δεν είναι τόπος για τους γερασμένους. Αποδεικνύεται όμως, αρκούντως ειρωνικά, πως είναι τόπος για τους μελλοθάνατους.
Ο Llewelyn Moss από την άλλη, δείχνει συνηθισμένος στη νεκρή ξεραϊλα και στον αδυσώπητο ήλιο που μας έχει αποχαυνώσει ήδη από το πρώτο εικοσάλεπτο. Σκληροτράχηλος, μέσα κι έξω, δείχνει σίγουρος για όσα ξέρει πως μπορεί να κάνει. Και πεισματάρης. Ξέρει να στοχεύει, να κρύβεται και να μυρίζει ίχνη. Και να παίρνει τα λάφυρα που του αναλογούν. Δεν είναι ούτε καλός, ούτε κακός, ούτε ηθικός ούτε ανήθικος. Δεν είναι ούτε νέος, ούτε γέρος. Είναι όμως μελλοθάνατος. Γιατί, σε μια τυχαία στιγμή αφέλειας και απληστίας, και ίσως λίγο πείσματος, θα θελήσει να πάρει λάφυρα που δεν είναι δικά του.
Ο Anton Chigurgh, σαν γεννημένος μέσα από το ξερό, νεκρό χώμα του αποπνικτικού τοπίου που μυρίζει θάνατο, θα εμφανιστεί κατ' εντολή, μετά τα πρώτα πτώματα. Και ήδη από την πρώτη στιγμή, θα κάνει σαφείς τις διαθέσεις του. "Έχει τις αρχές του", θα ακουστεί κάποια στιγμή, αρκούντως τραγικά. Το νιώθουμε, ίσως, μα δεν το βλέπουμε ποτέ. Γιατί σκοτώνει αυτό το πλάσμα; Από τύχη; Από συνήθεια; Από ανάγκη; Κι όμως, στη μόνη σκηνή που θα μπορούσε πραγματικά να σκοτώσει από τύχη, το "τυχαίο" δεν του το επέτρεψε. Όλα τα άλλα, είναι αποστολές. Που είναι ρυθμισμένος να βγάλει εις πέρας. Σαν απεσταλμένος ενός απροσδιόριστου "κακού", ενσωματώνει μια σατανική, α-ήθικη κακία που δεν αποπνέει τίποτα το ανθρώπινο. Και που εξολοθρεύει οτιδήποτε ανθρώπινο μπει στον δρόμο της αποστολής του.
Στο διάρκεια του κυριολεκτικά ανελέητου κυνηγητού, οι τρεις κυνηγοί δε θα συναντηθούν ζωντανοί στο ίδιο καρέ. Κι όμως ακούς τα ποδοβολητά και το λαχάνιασμα κάτω από τον καυτό ήλιο, τους παλμούς της καρδιάς στο μακρόστενα σκοτεινά δωμάτια των μοτέλ. Ακούς τις τρομαχτικές σιωπές της νύχτας πίσω από τις κουρτίνες και εισπνέεις την πνιγηρή σκόνη που σηκώνουν οι αφηνιασμένες ρόδες. Βλέπεις το αίμα σχεδόν να στάζει από την οθόνη και να κυλά βασανιστικά προς το μέρος σου. Και ακούς αδιάκοπα τις ανάσες τους πίσω από την πλάτη σου. Το κοφτό λαχάνισμα του Llewelyn, τη βαριά αναπνοή του Anton, το βαριεστημένο ξεφύσημα του Ed Tom.
Μια ειρωνικά παράλογη βία (που οι πονηροί Κοέν μέσα από το κείμενο του ΜακΚάρθι στολίζουν με στάλες κατάμαυρου χιούμορ) χωρίς πραγματικό τιμωρό. Και σκοπό. Τα λεφτά χάνουν από ένα σημείο και μετά τη σημασία τους. Αλλά και η επιβίωση ακόμα, το ίδιο. "You know how this is going to turn out, don't you?" θα ψιθυρίσει η απόκοσμη φωνή στο τηλέφωνο. Ο Moss όμως συνεχίζει από ξεροκέφαλο αφελές πείσμα, ο Chighurg από εσωτερική επιθυμία και ο σερίφης από εξωτερική υποχρέωση. Όταν το κυνηγητό τελειώσει, με την αναπόφευκτη κατάληξη, το ματωμένο τοπίο δεν μοιάζει αταίριαστο. Είναι σαν προεξαναγγελθείσα είδηση. Και θυμίζει τον αρχικό, ξερό τόπο του "εγκλήματος" που τα νεκρά κορμιά έμοιαζαν σαν φυσική συνέχεια της νεκρής πεδιάδας.
Το τέλος βέβαια, δε θα έρθει τόσο γρήρορα κι ούτε θα είναι τόσο απλό. Και βέβαια, καθόλου λυτρωτικό. Για κανέναν, όπως θα περιγράψει εύγλωττα αλλά και τραγικά ο Ed Tom μέσα από τα όνειρά του, αποσυρμένος πια από μια πατρίδα που δεν έχει χώρο για τους απόκληρούς της. Όποιοι κι αν είναι αυτοί.

"That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees -
Those dying generations - at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect"
...Just call it, friendo