Friday, February 6, 2009

"The Wrestler", του Darren Aronofsky


Μια εμπειρία εξαιρετικά επίπονη. Κυρίως όταν, βέβαια, τη βιώνεις, αλλά επίπονη κι όταν ακόμα την παρακολουθείς. Στο κατς, το άθλημα που όχι απλώς 'όλα επιτρέπονται', αλλά και τα πιο εξωφρενικά πράγματα επιβάλλονται κιόλας, το μόνο όριο είναι η ανθρώπινη αντοχή. Ανθρώπινοι σάκοι του μποξ, δέχονται απανωτά χτυπήματα με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο και σε κάθε μέρος του σώματος προς τέρψη ενός αλλαλάζοντος κοινού που πληρώνει για να δει εν εκστάσει κομμάτια κρέατος να καταρρέουν, για να πάρει την αυτοεπιβεβαίωσή του.
Όμως δεν είναι όλα παρά μια συναλλαγή: γιατί κι αυτά τα 'κομμάτια κρέατος', είναι άνθρωποι με σώμα, που έχει όρια αντοχής, και ψυχή, που με τη σειρά της παίρνει επιβεβαίωση και αυτοπεποίθηση από το εκστασιασμένο πλήθος, που ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους το κάνει, μοιάζει να τους λατρεύει. Φωνάζει, παθιάζεται, φανατίζεται μ' αυτούς. Αυτούς τους ανθρώπους που δέχονται να ξεφτιλιστούν, να πληρωθούν για να ξεφτιλιστούν, που συμφωνούν να δημιουργήσουν μια σικέ παρακμή που διατηρείται με αναβολικά, ψεύτικα τρικ και παυσίπονα για να γίνουν οι πρωταγωνιστές της στιγμής. Για λίγα δευτερόλεπτα οι ιαχές του πλήθους θα ακούγονται μόνο γι' αυτούς.
Κι όταν όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα σώμα νεανικό, μη φθαρμένο, που το τελευταίο όριο της αντοχής δείχνει μακρινό και ακίνδυνο, όλη η παρακμή κρύβεται, εξαφανίζεται κάτω από τη χρυσόσκονη της πρόσκαιρης επιτυχίας, από τους λαμπερούς προβολείς και τις φωνές του πλήθους. Η τραγωδία όμως έρχεται όταν αγγίζονται τα όρια της αντοχής. Τα εξωτερικά όρια, που με τη σειρά τους επηρεάζουν και τα εσωτερικά.
Εκεί φαίνεται το πραγματικό σθένος του 'παλαιστή' του Darren Aronofsky που είναι ο απλά συγκλονιστικός Mickey Rourke, που μέσα από τις καταχρήσεις, τον πόνο, τα απανωτά χτυπήματα των αντιπάλων και της ζωής, συνειδητοποιεί ότι αυτή η σικέ παρακμή που περιορίζεται στα σκοινιά και τις τέσσερις γωνιές του ρινγκ είναι το μόνο μέρος που τον αποδέχεται και τον χωρά, αφού ο έξω κόσμος δεν είναι λιγότερο στημένος, ούτε λιγότερο φτηνός και ούτε βέβαια, λιγότερο σκληρός. Η ποίηση μέσα από τον πόνο και την παρακμή, σε μια ταινία που βιώνεται πραγματικά και μοιάζει να αναπνέει και να πονά μαζί με τον καταπονημένο πρωταγωνιστή της.

[το κείμενο γράφτηκε για το CinemaNews.gr]

Thursday, February 5, 2009

"The Curious Case Of Benjamin Button", του David Fincher


Τα πρώτα του κλάματα ήταν οι πονεμένες κραυγές ενός γερασμένου άντρα, τις πρώτες του συγκινήσεις τις έζησε σε γηροκομείο, το πρώτο του φιλί το έδωσε με ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Και το τέλος της ζωής του τον βρήκε σε μια κούνια, με μωρουδιακά κλάματα να προσπαθούν να διώξουν τον πόνο του θανάτου.

Η απίστευτη ιστορία του Benjamin Button ξεκινά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν ένας πατέρας από τους πολλούς που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο, θέλησε να γυρίσει πίσω το χρόνο. Θέλησε να ελέγξει το πεπρωμένο, να πείσει το χρόνο μήπως γίνει φιλεύσπλαχνος κι αλλάξει όσα είχαν συμβεί. Και δημιούργησε ένα ρολόι του οποίου οι δείκτες γυρνούσαν αντίστροφα.

Έναν αιώνα μετά, η ιστορία τελειώνει με μια γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να αλλάξει το χρόνο, πως δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο. Μια γερασμένη μητέρα, με την κόρη της στο προσκεφάλι της, προσπαθεί να ανασυνθέσει μέσα από ένα ημερολόγιο το παρελθόν, θέλοντας να προλάβει να διηγηθεί τα γεγονότα της ζωής της που δεν αλλάζουν πια, πριν μια φυσική καταστροφή έρθει με τη μανιασμένη οργή της φύσης και παρασύρει κάθε ανάμνηση.

Ένας άνθρωπος που γερνά ανάποδα. Μια εξωπραγματική ιστορία, που όμως στην καρδιά της είναι βαθύτατα πραγματική. Αληθινή, γιατί καταγράφει το αναπόφευκτο, μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου που φαινόταν πως μπορεί να το δαμάσει. Φευ! Αυτό που του έμαθε η διπλά αντιφατική του μάχη με το χρόνο, είναι πως δεν έχει σημασία ποιό ήταν το παρελθόν σου και πώς διαγράφεται το μέλλον σου, αλλά πώς ζεις το παρόν –αυτό που σου δίνεται και που το συνδιαμορφώνεις. Μοναδικός σε έναν κόσμο που κυλά διαφορετικά από αυτόν, ο Benjamin θα συνειδητοποιήσει ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος λειτουργεί αμφίδρομα –μοιράζει απλόχερα στιγμές και χαράζει πληγές αδιακρίτως, σε όλους όσοι τυχαίνει και βρίσκονται να περπατούν πάνω στη λεπτή γραμμή του.

«Σκέφτομαι πως τίποτα δεν διαρκεί. Και πόσο κρίμα είναι αυτό», θα του πει κάποια στιγμή η φιλάρεσκη και ματαιόδοξη (πώς να μην είναι άλλωστε, νέα κι άφθαρτη στο σώμα) Daisy, και στη φράση της ηχεί μια γλυκόπικρη ειρωνεία, καθώς ασυναίσθητα στα λόγια της αποτυπώνει αυτό που διαρκεί για πάντα: η ζωή του Benjamin είναι διαποτισμένη από έρωτα. Από έρωτα γι’ αυτήν. Για τις στιγμές τους. Δεν έχει σημασία που ο ένας κοιτά τη ζωή από την εκκίνηση και ο άλλος από τον τερματισμό. Δεν είναι ο χρόνος που θα τους καθορίσει, αλλά η φθαρτότητα. Η ζωή του Benjamin είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα σ’ αυτά που η ψυχή έχει ζήσει και σ’ αυτά που το σώμα μπορεί να δεχτεί. Κι αυτή είναι μια μάχη άνιση, ιδιαίτερα όταν την πολεμάς μόνος. Έτσι, πληρώνοντας το τίμημα της νεότητας, θα ακολουθήσει τη μοίρα του, μόνος. Θα ακολουθήσει την αναπόφευκτη μοναχική διαδρομή του, όπως ακριβώς θα κάνουν στην τελευταία συγκινητική φελινική παρέλαση-αποχαιρετισμό κι όλοι οι χαρακτήρες που τον άγγιξαν με κάποιο τρόπο στη διάρκεια της ζωής του.

Γιατί παρόλη τη μεγαλεπήβολη και επική ιστορία που χαράζεται με αδρές γραμμές, στην πραγματικότητα η ζωή του Benjamin Button είναι ένα άθροισμα από μικρές, εύθραυστες ιστορίες. Από ανθρώπους και στιγμές. Όπως άλλωστε είναι οι ζωές όλων μας. Μόνο που ο Benjamin γεννήθηκε υπό ασυνήθιστες συνθήκες. Και ο μαγικός ρεαλισμός του Fincher τις έκανε πραγματικότητα.

[το κείμενο γράφτηκε για το 25th Frame]