Sunday, September 30, 2007
Νύχτες Πρεμιέρας Vol. II
[Δεύτερο κατεβατό, κι όποιος αντέξει..!]
Πέμπτη 27/9
Control, του Anton Corbijn
Ένα φιλμ για τον τραγουδιστή των Joy Division, Ian Curtis. Ένα φιλμ για ένα καταραμένο σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς. Ένα φιλμ όμως που δεν πραγματεύεται την καταραμένη ιστορία ενός μουσικού, αλλά την τραγική ιστορία ενός εγκλωβισμένου ανθρώπου. Ενός ποιητή πραγματικού, που τον έπνιξε ο μεσοαστισμός και η μετριότητα, που τον συνέθλιψαν οι συμβάσεις, που δεν τον χώρεσε η πραγματικότητα. Ενός ανθρώπου που δεν άντεξε την πραγματικότητα όχι γιατί δεν ήθελε, μα γιατί δεν μπορούσε. Δεν επεδίωξε την κορυφή, δεν επεδίωξε την ένταση, τη φήμη, την κατάρα για να γίνει διάσημος. Επεδίωξε την ηρεμία, την απλότητα, την καθημερινότητα –μια καθημερινότητα όμως που απλά δεν τον χωρούσε. Και τον διέλυσε. Κι έτσι, έχασε τον έλεγχο. Μόλις στα 24 του χρόνια. Η μαυρόασπρη φωτογραφία, η εκπληκτική ερμηνεία του Σαμ Ράιλυ (και η ανατριχιαστική ομοιότητα με τον Ίαν Κέρτις), η σωστή δραματουργική επεξεργασία μιας ιστορίας που στα λάθος χέρια θα είχε γίνει ένα δακρύβρεχτο μελό ή μια βαρετή βιογραφία/αγιογραφία, οι σκηνές ανθολογίας -όπως η "κατινίστικη" σκηνή του love will tear us apart- και, βέβαια, το εκπληκτικό soundtrack δεν αφήνουν περιθώρια αντίδρασης. Και όταν, στην τελευταία σκηνή, ο καπνός χαθεί στην ατμόσφαιρα υπό τους ήχους του atmosphere, ίσως μπορέσετε να επανέλθετε στην πραγματικότητα. Που όμως, θα είναι λίγο διαφορετική από πριν. Γιατί για ένα διώρο, you lost control.
Assasins: A Film Concerning Rimbaud, του Todd Haynes
Η περίφημη «μυστική προβολή» ήταν ένα αφιέρωμα στον επίκαιρο Todd Haynes (με το δικό του, πολυαναμενόμενο «I’m not there» θα κλείσουν οι φετινές νύχτες), με τρεις μικορύ μήκους ταινίες του. Το «Assassins: A Film Concerning Rimbaud », το «Superstar: The Karen Carpenter Story» και το «Dottie Gets Spanked». Όλο το «μυστήριο» γύρω από την προβολή, έγινε γιατί το Superstar είναι σε όλο τον κόσμο απαγορευμένο, επειδή ο Haynes πήρε χωρίς δικαιώματα τη μουσική των Carpenters για να ντύσει μουσικά την ταινία. Έτσι το να τη δει κανείς στη μεγάλη οθόνη είναι από σπάνιο εως αδύνατο (όπως μας είπε η παραγωγός του Haynes, Christine Vachon, επιλέχθηκε η Ελλάδα για αυτή την πολύ ξεχωριστή -και κατά βάση απαγορευμένη- προβολή, γιατί είναι ούτως ή αλλώς μια χώρα.. lawless!). Όλα αυτά βέβαια είναι τα μόνα που μπορώ να αναφέρω για την ταινία, συν το γεγονός οτι όλοι οι ρόλοι πάιζονται από κούκλες Barbie, μιας και εντέλει ..δεν την παρακολούθησα! Μετά την προβολή του Assasins, έφυγα για να προλάβω την επόμενη ταινία στο Δαναό.
Το «Assassins: A Film Concerning Rimbaud», είναι η πρώτη ταινία του Todd Haynes που γύρισε στα 20 του χρόνια, και είναι εμπνευσμένη από τη ζωή του Ρεμπώ και τη σχέση του με τον Βερλαίν. Παρουσιάζει αποσπασματικά σκηνές από τη ζωή του, με συνειδητά επιτηδευμένο, προκλητικά καλλιτεχνικό τρόπο, επενδεδυμένα με σύγχρονο soundtrack και μια κάποια «αιρετική» ματιά. Προφανώς γοητευμένος από τη βλάσφημη, αντιδραστική φιγούρα που τον συνοδεύει, ο Ηaynes αφιερώνει τις εικόνες του με λατρεία στον καταραμένο ποιητή. Μια ταινία που πιο πολύ αφορά τους φαν του σκηνοθέτη, μια και ως η πρώτη του προσπάθεια είναι σπάνια να τη βρεις στο πανί και πλέον συλλέκτικής αξίας. Σε κάποιες σεκανς μπορεί κανείς να ανγνωρίσει το βλέμμα του Todd Haynes όπως τον γνωρίζουμε αργότερα.
Once, του John Carney
Μια μουσική ταινία κυριολεκτικά διαφορετική από τις άλλες, ένα μιούζικαλ του δρόμου, ένα boy-meets-girl love story τόσο ίδιο μα και τόσο διαφορετικό από τα άλλα. Μια πραγματικά φρέσκια ταινία, μια ειλικρινά ανθώπινη ρομαντική ιστορία και μερικά τραγούδια που τρυπώνουν κατευθείαν στην καρδιά. Ανεπιτήδευτη, γλυκιά, αντισυμβατική, πρωτότυπη, απλή και ουσιαστική, η πιο αγαπησιάρικη (όχι όμως με τη γλυκερή έννοια) ταινία της χρονιάς. Στους δρόμους του Δουβλίνου, ένας περιπλανώμενος μουσικός και μια μετανάστρια που πουλάει λουλούδια θα ενώσουν ασυναίσθητα το ταλέντο τους στη μουσική, μέσα σε μια βδομάδα δημιουργικής (και όχι αμιγώς ερωτικής) συνύπαρξης. Οι νότες, τα βλέμματα, οι περιπλανήσεις, οι κουβέντες, η μουσική και τα συναισθήματα σ’ένα ζευγάρι που προσπαθεί να αρνηθεί τη χημεία του, όμως αυτή ξεπηδάει από την οθόνη μέσα από τις χειροποίητες, σχεδόν ερασιτεχνικές εικόνες του John Carney και την ιδιαίτερη μουσική των Frames. Για αθεράπευτα ρομαντικούς αλλά και για κυνικούς, η feel good έκπληξη της χρονιάς που δεν ήθελα να τελειώσει.
Παρασκευή 29/9
Υπέροχη ζωή / Life can be so wonderful
Ένα οπτικοποιημένο ποίημα με πέντε στροφές –αυτός θα ήταν ένας λυρικός τίτλος για την πρώτη ταινία του Minorikawa Osamu. Βέβαια αυτό προϋποθέτει πως το ποίημα μπροεί να «διαβαστεί» και από αδαείς και μπορεί να αποκωδικοποιηθεί από τον ανυποψίαστο θεατή. Το συγκεκριμένο φιλμ, αποτελείται από πέντε κεφάλαια-ταινίες μικρού μήκους, που πραγματεύονται την καθημερινότητα διαφορετικών ανθρώπων στη σύγχρονη (;) Ιαπωνία, επικεντρώνοντας στις μικρές λεπτομέρειες που -θεωρητικά- χρωματίζουν τη ζωή. Εντέλει, η λυρικότητα του γίνεται κουραστική, και η απλότητά του μοιάζει απλοϊκή.
Το σκάφανδρο και η πεταλούδα / Le scaphandre et le Papilion
Ε, S, A, R, I, N, T... Κάποιες φορές ο κόσμος έρχεται ανάποδα με τέτοιο τρόπο που ακόμα και τα γράμματα της αλφαβήτου πρέπει να διαβάζονται διαφορετικά. Όπως ακριβώς συνέβη με την εξωπραγματική -όμως πέρα για πέρα αληθινή- ιστορία του Ζαν Ντομινίκ Μπομπί: Πριν 10 περίπου χρόνια, μετά από εγκεφαλικό, ο αρχισυντάκτης του γαλλικού “Elle” έμεινε απολύτως παράλυτος, όμως με πλήρη πνευματική και διανοητική διάυγεια και με μόνη του δυνατότητα να κουνάει το ένα του βλέφαρο. Κι όχι μόνο έζησε για κάμποσο καιρό σε αυτή την κατάσταση, καταφέρνοντας να επικοινωνήσει με τους γύρω του, αλλά έγραψε και αυτοβιογραφικό βιβλίο –με τη βοήθεια πάντα ειδικών γλωσσολόγων και λογοθεραπευτών που δημιούργησαν έναν ειδικό κώδικα επικοινωνίας μαζί του.
Έχοντας μια φυσική απέχθεια σε «ταινίες νοσοκομείου» (η βαριά ανάσα που ακούγεται μέσα από τους σωλήνες της τραχειεκτομής και οι εγχειρήσεις στα μάτια είναι κυριολεκτικά οι χειρότεροι εφιάλτες μου) και στα δακρύβρεχτα μελό, πήγα να δω την ταινία περισσότερο από περιέργεια και χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Και προέκυψε τελικά μια από τις καλύτερες ταινίες του φεσtιβάλ. Με εκπληκτική σκηνοθεσία, βλέποντας τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παράλυτου πρωταγωνιστή, και με πολύ σωστή διαχείριση της ιστορίας ωστε να μην γίνεται παρατραβηγμένο μελό, ο Julian Schnabel γύρισε μια πραγματικά ξεχωριστή ταινία –ύμνο στη ζωή. Ξεκινώντας την ιστορία του εγκλωβισμένος μέσα σ’ένα «σκάφανδρο» που τον βύθιζε όλο και πιο βαθειά μέσα στην άβυσσο την ανυπαρξίας ο Ζαν-Ντο Μπομπί βρήκε την ψυχική δύναμη -με την κατάλληλη αρωγή- να κρατηθεί απ’ο,τι ανθρώπινο είχε μέσα του και να μετατρέψει το αβυσσαλέο σκοτάδι που τον έπνιγε (η πρωτη κουβέντα που κατάφερε να εκφράσει ήταν «θέλω να πεθάνω»), σε μια πεταλούδα, που ταξίδευε με τη φαντασία του σε μέρη φωτεινά. Χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα, το δάκρυ, τον οίκτο του θεατή, χωρίς να σε τραβάει από το χέρι για να σου δώσει το χαρτμάντηλο της συγκίνησης ή ..το πλακατ υπερ της ευθανασίας, το «Σκάφανδρο και η πεταλούδα» είναι μια ταινία βαθιά ανθώπινη, που σου δίνει τελειώνοντας μια παράδοξη αλλά ολοκληρωτική αίσθηση αισιοδοξίας. Υπέροχο και το soundtrack.
Ζώνη άμυνας / La zona
Κοινωνική αλληγορία, φουτουριστικό θριλερ και υπαρξιακή αγωνία στη «ζώνη άμυνας». Στην καρδιά μιας πάμφτωχης (παραγκού)πολης του Μεξικό βρίσκεται η «La Zona»: περίκλειστη, μ’ενα τείχος να τη χωρίζει από τον κόσμο, είναι μια «προνομιούχος» περιοχή, ένα πλούσιο προάστιο που ζει με την ευτυχία και την κατάρα της απομόνωσής του. Κάμερες σε κάθε γωνιά του τείχους, εσωτερική αστυνόμευση και φαινομενική ηρεμία. Μέχρι που μια νυχτερινή καταιγίδα δημιουργεί μια ρωγμή στον τοίχο -και οι πρώτες ρωγμές αρχίσουν να δημιουργούνται και στην «ιδανική» πολιτεία της Ζώνης. Ένα πλήθος από εξαγορασμένες, ένοχες συνειδήσεις προσπαθούν να κρύψουν μια αλήθεια βουτηγμένη στο αίμα, να κρύψουν όπως όπως κάτω από τα παχιά χαλιά τις βρωμιές τους και να εξαφανίσουν τα πτώματα μέσα στο ιλλουστρε περιτύλιγμα. Όταν η αυτοπροστασία μετατρέπεται σε αυτοδικία και η αίσθηση ασφάλειας σε απειλή εγκλεισμού, τότε έχετε εισέλθει στη la zona. Ο κίνδυνος μεταμορφώνει τους φιλήσυχους πολίτες σε αιμοδιψή θηρία και ο φόβος απώλειας των κεκτημένων ξυπνά τα πιο άγρια ένστικτα, σ’ενα ζοφερό κυνήγι μέχρι τελική πτώσεως. Πανέξυπνη η κεντρική ιδέα και δυνατή η αλληγορία, υπάρχουν όμως κάποια μικροπροβλήματα στην ανάπτυξη της ιστορίας που σε στιγμές μπερδεύουν και κουράζουν το θεατή. Μια συνολικά όμως πολύ καλή ταινία, που αξίζει προσοχής (και διανομής).
Thursday, September 27, 2007
Νύχτες Πρεμιέρας
[Aρκετές οι ταινίες από τη Δευτέρα που ήρθα.. Ορίστε ένα κατεβατό με αυτά που είδα ως τώρα]
Δευτέρα 25/9
Πρώτη μου μέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας, στις οποίες κατέφθασα ενθουσιώδης αλλά ολίγον άτυχη -Το μεν πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής! Με λίγο πυρετό, φτερνίσματα και πολλά χαρτομάντηλα (και λόγω συγκίνησης) κατάφερα να παρακολουθήσω μόλις μία προβολή, αλλά πολύ αναμενόμενη: Η «Εξιλέωση» (Atonement) του Τζο Ραϊτ, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιουαν, που άφησε πολύ καλές εντυπώσεις στην πρόσφατη Μόστρα της Βενετίας τόσο για τη σκηνοθεσία της όσο και για την ερμηνεία της Κίρα Νάϊτλι.
Στη Βρετανία της δεκαετίας του ’30 ένας έρωτας ανθίζει μέσα στο πλουσιόσπιτο των Τάλις, ανάμεσα στον καλής ανατροφής αλλά φτωχής καταγωγής γιο της οικονόμου Ρόμπι (Τζεϊμς ΜακΑβοι) και την μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, Σεσίλια (Κιρα Ναϊτλι). Όμως, πίσω από τα κλειστά παράθυρα και τις γερμένες πόρτες, τους παρακολουθεί άγρυπνο το βλέμμα της μικρής αδερφής Μπράιονι, με την καλπάζουσα φαντασία και τον κρυφό πόθο της για τον Ρόμπι να την οδηγούν σε μια καταστροφική επιλογή: Ο Ρόμπι βρίσκεται στη φυλακή και μετέπειτα στην πρώτη γραμμή του πολέμου, η Σεσίλια απομένει μόνη της αναμένοντας στωικά την επιστροφή του, και η μικρή Μπράιονι βυθίζεται στις τύψεις της για την πράξη της και στην ανάγκη της για εξιλέωση, προσπαθώντας, χωρίς αποτέλεσμα, να ξεπλύνει το αίμα από πάνω της (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σε μερικές πολύ όμορφες αλληγορικές στιγμές). Το προσωπικό δράμα τριών ανθρώπων, οι λάθος επιλογές, οι στιγμές εκείνες που δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε μπροστά ή αυτές που μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε όταν όλα δεχνουν μάταια, η τύψεις, το πάθος, το μίσος, ο έρωτας και η ενοχή μπερδεμένα μέσα στη δίνη και στον παραλογισμό του πολέμου.
Το έργο, συνολικά, δεν καταφέρνει να απογειωθεί ολοκληρωτικά (παρά μόνο σε κάποιες μεμονωμένες σκηνές), ενώ προσωπικά δεν με έπεισε η χημεία των πρωταγωνιστών. Αξιοσημείωτη είναι όμως η φωτογραφία και η σκηνοθετικη μαεστρία του Τζο Ράιτ (δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν βρεθει στις υποψηφιότητες για Οσκαρ), ειδικά στις υπερβατικές, λυρικές και ταυτόχρονα σκληρές σκηνές της αποχώρησης από το Dunkirk που πραγματικά αφήνουν το θεατή με ανοιχτό το στόμα. Στην πολή όμορφη τελική σεκάνς, νιώθεις με κάποιο τρόπο την «εξιλέωση» που αναζητά η Μπράιονι, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν φέρνει τελικά την πολυπόθητη λυτρωση για το θεατή.
Τρίτη 26/9
Zoo
Ένα θέμα ταμπού. Ένας θάνατος που απασχόλησε τα ΜΜΕ της Αμερικής πριν κάποια χρόνια. Και ένα ντοκυμαντερ που επικεντρώνει στο συγκεκριμένο θέμα, αποφεύγοντας την ηθικολογία -αλλά και σε στιγμές ακόμα και το θέμα του το ίδιο.
Η κτηνοβασία είναι αναμφίβολα ένα θέμα που δύσκολα αγγίζεται. Και δύσκολα δείχνεται. Και, ακόμα πιο δύσκολα, κρίνεται. Έτσι, το συγκεκριμένο «ντοκυμαντερ» αποφεύγει έμμεσα να κάνει οτιδήποτε από τα τρία. Ή μάλλον, επιδιώκει μόνο να αγγίξει το ζήτημα. Χωρίς όμως να δείξει, ούτε να σχολιάσει. Υπαινίσσεται. Συμβάντα, σκηνές, απόψεις, θέσεις. Καταγράφει τις εμπειρίες πρωταγωνιστών της συγκλονιστικής ιστορίας (ένας άνθρωπος πέθανε από εσωτερική αιμοραγία μετά τη συγκεκριμένη πράξη), με τρόπο αποσπασματικό, μέσα από εμβόλικα λυρικά πλάνα, ανάμεσα σε γεγονότα. Η ταινία, είναι η αλήθεια, φαίνεται να στερείται προσανατολισμού (αν βέβαια θεωρήσουμε οτι χρειάζεται). Παρουσιάζει όμως ένα θέμα δύσπεπτο και δύσκολο. Επειδή δεν κρίνει, μου είναι δύσκολο να την «κρίνω» κι εγώ. Απλά παρακολούθησα. Κι έμεινα μ’ένα μεγάλο ερωτηματικό, μετέωρη ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» κι ακόμα πιο σαστισμένη σ’αυτό το δυσπρόσιτο ταμπού.
Broken English, της Zoe Cassavetes
Το ύφος των ταινιών «Πριν το Ξημέρωμα» και «Πριν το ηλιοβασίλεμα» τείνει πλέον να γίνει σχολή. Άλλη μια ταινία λοιπόν που έρχεται με αντίστοιχες συστάσεις από το φεστιβάλ του Sundance, και πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια της κόρης του John Cassavetes. Βέβαια λίγη -έως καμία- σχέση έχει με το σινεμά του πατέρα της. Καταπιάνεται με μια ανάλφρη κομεντί, πράγματι στο στυλ των προαναφερθεισών ταινιών, και η αλήθεια έιναι πως διαχειρίζεται καλά το θέμα της. Η ιστορία απλή και συνήθης: μια νευρωτική νεοϋορκέζα, (πολλές) αποτυχημένες σχέσεις, κρίσεις πανικού, χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυτολύπηση. Μέχρι που εμφανίζεται ένας υπέροχος Γάλλος, που με τα «σπαστά αγγλικά» του και το ανάλαφρο και αλαφροϊσικωτο (μα τόσο ρομαντικό) στυλ του, θα της κλέψει την καρδιά και θα τη βάλει πάλι στο πιχνίδι της ζωής και του έρωτα. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο από αυτό. Ένα ευχάριστο, αθεράπευτα ρομαντικό δίωρο, με όμορφο ρυθμό, ένα υπέροχο (πάντα!) Παρίσι, έναν ερωτεύσιμο πρωταγωνιστή κι ένα ζευγάρι με καλή χημεία. Μια καλή, δοκιμασμένη συνταγή για το πρώτο βήμα της (συμπαθέστατης, όπως αποδείχθηκε από αυτά που μας είπε στην αίθουσα) Zoe. Με πιο «σοβαρό» υλικό, δείχνει πως έχει κι άλλες δυνατότητες. Για την ώρα, οι ρομαντικές ψυχές σπέυσατε, μιας και τείνουν να εκλείψουν πλέον οι γνήσια ρομαντικές καλοστημένες ιστορίες.
Τετάρτη 27/9
Waitress, της Adrienne Shelly
Μια δραματική κομεντί με πρωταγωνίστρια μια δυστυχισμένη, καταπιεσμένη κοπέλα του αμερικάνικου νότου και ..τις πίτες της. Η Τζένα είναι εγκλωβισμένη σ’έναν αποτυχημένο γάμο με το βίαιο, καταπιεστικό άντρα της να μην την αφήνει να πάρει καμία πρωτοβουλία και να επιδιώκει να την κρατά κλειδωμένη στο σπίτι. Η μόνη της διέξοδος είναι η δουλειά της, ως σερβιτόρα σ’ένα ημιπαρακμιακό diner της περιοχής, όπου δημιουργεί θεσπέσιες πίτες, εμπνευσμένες από τα καθημερινά της προβλήματα. Η μoναδική της ελπίδα να ξεφύγει από αυτό το καταπιεστικό περιβάλλον είναι να το σκάσει, μαζεύοντας (κρυφά από τον άντρα της) λεφτά για να συμμετάσχει στον εθνικό διαγωνισμό πίτας, μέχρι που μένει (χωρίς να το επιδιώκει) έγκυος και ερωτεύεται τον νέο της γυναικολόγο. Παρά τους εύθυμους τόνους και τη γλυκερή ατμόσφαιρα, πρόκειται κατά βάση για ένα δράμα, που βασίζεται σε μια κλασική συνταγή, ανακατεύει όμως με πρωτότυπο τρόπο τα υλικά του και αφήνει τελικά μια γλυκόπικρη, πρωτόγνωρη γεύση. Και παρά το φαινομενικά «νόστιμο» happy end, την τελευταία μπουκιά αυτής της πίτας μπορεί να την καταπιείτε πιο δύσκολα: όλοι οι ήρωες εντέλει έχουν συμβιβαστεί, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στο καλύτερο δυνατό και όχι στο καλύτερο συνολικά... “I’m happy enough. I don't expect much. I don't get much, I don't give much. I generally enjoy whatever comes along. That's my answer for you, summed up for your feminine consideration. I'm happy enough”.
Παρανοϊκή αγάπη / Crazy love των Dan Klores, Fisher Stevens
Ένα ντοκυμαντερ για μια πραγματικά «παρανοϊκή» για τα καθημερινά δεδομένα αγάπη, που απασχόλησε τα αμερικάνικα Μ.Μ.Ε από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και σήμερα Ένα πάθος που παρά τα σκαμπανεβάσματα και τα πρωτοφανή περισταστικά που συνέβησαν μεταξύ του ζευγαριού παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο οτι ο έρωτας είναι πράγματι.. τυφλός. «If I can’t have you, then nobody can” είναι η σκέψη - κινητήριος άξονας αυτής της εμμονής, που αφήνει τον ανυποψίαστο θεατή με ανοιχτό το στόμα. Αμοιβαίες εξωσυζυγικές σχέσεις, βίαιες επιθέσεις (με τραγικα αποτελέσματα), φυλακίσεις, πρωτοσέλιδα, «παρανοϊκές» επανασυνδέσεις. Δύο τρελοί κι ένας έρωτας φυσιολογικός.. Ή μήπως ο Μπερτ και η Λιντα είναι «φυσιολογικοί» και ο έρωτας τους τρελός; Ένα ντοκυμαντερ που βασίζεται στη δύναμη του θέματός του, αλλά είναι λίγο διεκπεραιωτικό ως προς την κατασκευή του.
Black sheep, του Jonathan King
“The violence of the lambs” θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος αυτής της ταινίας, που μόνον ο όρος “Frankensheep” είναι ικανός για να σας εισαγάγει στην παράνοιά του: Γενετικώς μεταλλαγμένα πρόβατα, που διατηρώντας το αθώο «αρνάκι-άσπρο-και-παχύ» παρουσιαστικό τους, μεταμορφώνονται εσωτερικά σε ανηλεή σαρκοβόρα τέρατα που επιτίθενται και κατασπαράζουν ο,τι κινείται, μετατρέποντας συγχρόνως (o,τι απομένει από) αυτό σε σαρκοβόρο πρόβατο. Ένα σπλάτερ με πρόβατα λοιπόν, για τους φαν του είδους (του σπλάτερ, όχι των προβάτων). Πολύ πρωτότυπη η κεντρική ιδέα και έξυπνη η αποτύπωσή της, μιας και τα πρόβατα διατηρούν το άκακο και αθώο ύοφς τους καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, κι έτσι ο αιφνιδιασμός της πρωτοφανούς επιθετικής τους φύσης πετυχαίνει κάθε φορά, αν και το στορυ δεν αναπτύσσεται και δεν εξελίσσεται καθόλου. Όχι πως χρειάζεται κάτι περισσότερο μια τέτοιου είδους ταινία, αφού το fun της διατηρείται στο ακέραιο. Τα σχόλια για τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, την παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση και για τη βιοηθική σαφώς και (μπορούν να) μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο σκοπός του έργου επιτυγχάνεται στο έπακρο (αν και εξαντλείται εκεί) στις σκηνές ανθολογίας με τα τεράστια κοπάδια από αφράτα, πανάγαθα πρόβατα να κατεβαίνουν απειλητικά το λόφο με επική μουσική υπόκρουση εκστρατείας. Μπεεεεε!
*Δημοσιέυτηκε με παραλλαγές στον Εξώστη
Δευτέρα 25/9
Πρώτη μου μέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας, στις οποίες κατέφθασα ενθουσιώδης αλλά ολίγον άτυχη -Το μεν πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής! Με λίγο πυρετό, φτερνίσματα και πολλά χαρτομάντηλα (και λόγω συγκίνησης) κατάφερα να παρακολουθήσω μόλις μία προβολή, αλλά πολύ αναμενόμενη: Η «Εξιλέωση» (Atonement) του Τζο Ραϊτ, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιουαν, που άφησε πολύ καλές εντυπώσεις στην πρόσφατη Μόστρα της Βενετίας τόσο για τη σκηνοθεσία της όσο και για την ερμηνεία της Κίρα Νάϊτλι.
Στη Βρετανία της δεκαετίας του ’30 ένας έρωτας ανθίζει μέσα στο πλουσιόσπιτο των Τάλις, ανάμεσα στον καλής ανατροφής αλλά φτωχής καταγωγής γιο της οικονόμου Ρόμπι (Τζεϊμς ΜακΑβοι) και την μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, Σεσίλια (Κιρα Ναϊτλι). Όμως, πίσω από τα κλειστά παράθυρα και τις γερμένες πόρτες, τους παρακολουθεί άγρυπνο το βλέμμα της μικρής αδερφής Μπράιονι, με την καλπάζουσα φαντασία και τον κρυφό πόθο της για τον Ρόμπι να την οδηγούν σε μια καταστροφική επιλογή: Ο Ρόμπι βρίσκεται στη φυλακή και μετέπειτα στην πρώτη γραμμή του πολέμου, η Σεσίλια απομένει μόνη της αναμένοντας στωικά την επιστροφή του, και η μικρή Μπράιονι βυθίζεται στις τύψεις της για την πράξη της και στην ανάγκη της για εξιλέωση, προσπαθώντας, χωρίς αποτέλεσμα, να ξεπλύνει το αίμα από πάνω της (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σε μερικές πολύ όμορφες αλληγορικές στιγμές). Το προσωπικό δράμα τριών ανθρώπων, οι λάθος επιλογές, οι στιγμές εκείνες που δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε μπροστά ή αυτές που μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε όταν όλα δεχνουν μάταια, η τύψεις, το πάθος, το μίσος, ο έρωτας και η ενοχή μπερδεμένα μέσα στη δίνη και στον παραλογισμό του πολέμου.
Το έργο, συνολικά, δεν καταφέρνει να απογειωθεί ολοκληρωτικά (παρά μόνο σε κάποιες μεμονωμένες σκηνές), ενώ προσωπικά δεν με έπεισε η χημεία των πρωταγωνιστών. Αξιοσημείωτη είναι όμως η φωτογραφία και η σκηνοθετικη μαεστρία του Τζο Ράιτ (δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν βρεθει στις υποψηφιότητες για Οσκαρ), ειδικά στις υπερβατικές, λυρικές και ταυτόχρονα σκληρές σκηνές της αποχώρησης από το Dunkirk που πραγματικά αφήνουν το θεατή με ανοιχτό το στόμα. Στην πολή όμορφη τελική σεκάνς, νιώθεις με κάποιο τρόπο την «εξιλέωση» που αναζητά η Μπράιονι, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν φέρνει τελικά την πολυπόθητη λυτρωση για το θεατή.
Τρίτη 26/9
Zoo
Ένα θέμα ταμπού. Ένας θάνατος που απασχόλησε τα ΜΜΕ της Αμερικής πριν κάποια χρόνια. Και ένα ντοκυμαντερ που επικεντρώνει στο συγκεκριμένο θέμα, αποφεύγοντας την ηθικολογία -αλλά και σε στιγμές ακόμα και το θέμα του το ίδιο.
Η κτηνοβασία είναι αναμφίβολα ένα θέμα που δύσκολα αγγίζεται. Και δύσκολα δείχνεται. Και, ακόμα πιο δύσκολα, κρίνεται. Έτσι, το συγκεκριμένο «ντοκυμαντερ» αποφεύγει έμμεσα να κάνει οτιδήποτε από τα τρία. Ή μάλλον, επιδιώκει μόνο να αγγίξει το ζήτημα. Χωρίς όμως να δείξει, ούτε να σχολιάσει. Υπαινίσσεται. Συμβάντα, σκηνές, απόψεις, θέσεις. Καταγράφει τις εμπειρίες πρωταγωνιστών της συγκλονιστικής ιστορίας (ένας άνθρωπος πέθανε από εσωτερική αιμοραγία μετά τη συγκεκριμένη πράξη), με τρόπο αποσπασματικό, μέσα από εμβόλικα λυρικά πλάνα, ανάμεσα σε γεγονότα. Η ταινία, είναι η αλήθεια, φαίνεται να στερείται προσανατολισμού (αν βέβαια θεωρήσουμε οτι χρειάζεται). Παρουσιάζει όμως ένα θέμα δύσπεπτο και δύσκολο. Επειδή δεν κρίνει, μου είναι δύσκολο να την «κρίνω» κι εγώ. Απλά παρακολούθησα. Κι έμεινα μ’ένα μεγάλο ερωτηματικό, μετέωρη ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» κι ακόμα πιο σαστισμένη σ’αυτό το δυσπρόσιτο ταμπού.
Broken English, της Zoe Cassavetes
Το ύφος των ταινιών «Πριν το Ξημέρωμα» και «Πριν το ηλιοβασίλεμα» τείνει πλέον να γίνει σχολή. Άλλη μια ταινία λοιπόν που έρχεται με αντίστοιχες συστάσεις από το φεστιβάλ του Sundance, και πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια της κόρης του John Cassavetes. Βέβαια λίγη -έως καμία- σχέση έχει με το σινεμά του πατέρα της. Καταπιάνεται με μια ανάλφρη κομεντί, πράγματι στο στυλ των προαναφερθεισών ταινιών, και η αλήθεια έιναι πως διαχειρίζεται καλά το θέμα της. Η ιστορία απλή και συνήθης: μια νευρωτική νεοϋορκέζα, (πολλές) αποτυχημένες σχέσεις, κρίσεις πανικού, χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυτολύπηση. Μέχρι που εμφανίζεται ένας υπέροχος Γάλλος, που με τα «σπαστά αγγλικά» του και το ανάλαφρο και αλαφροϊσικωτο (μα τόσο ρομαντικό) στυλ του, θα της κλέψει την καρδιά και θα τη βάλει πάλι στο πιχνίδι της ζωής και του έρωτα. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο από αυτό. Ένα ευχάριστο, αθεράπευτα ρομαντικό δίωρο, με όμορφο ρυθμό, ένα υπέροχο (πάντα!) Παρίσι, έναν ερωτεύσιμο πρωταγωνιστή κι ένα ζευγάρι με καλή χημεία. Μια καλή, δοκιμασμένη συνταγή για το πρώτο βήμα της (συμπαθέστατης, όπως αποδείχθηκε από αυτά που μας είπε στην αίθουσα) Zoe. Με πιο «σοβαρό» υλικό, δείχνει πως έχει κι άλλες δυνατότητες. Για την ώρα, οι ρομαντικές ψυχές σπέυσατε, μιας και τείνουν να εκλείψουν πλέον οι γνήσια ρομαντικές καλοστημένες ιστορίες.
Τετάρτη 27/9
Waitress, της Adrienne Shelly
Μια δραματική κομεντί με πρωταγωνίστρια μια δυστυχισμένη, καταπιεσμένη κοπέλα του αμερικάνικου νότου και ..τις πίτες της. Η Τζένα είναι εγκλωβισμένη σ’έναν αποτυχημένο γάμο με το βίαιο, καταπιεστικό άντρα της να μην την αφήνει να πάρει καμία πρωτοβουλία και να επιδιώκει να την κρατά κλειδωμένη στο σπίτι. Η μόνη της διέξοδος είναι η δουλειά της, ως σερβιτόρα σ’ένα ημιπαρακμιακό diner της περιοχής, όπου δημιουργεί θεσπέσιες πίτες, εμπνευσμένες από τα καθημερινά της προβλήματα. Η μoναδική της ελπίδα να ξεφύγει από αυτό το καταπιεστικό περιβάλλον είναι να το σκάσει, μαζεύοντας (κρυφά από τον άντρα της) λεφτά για να συμμετάσχει στον εθνικό διαγωνισμό πίτας, μέχρι που μένει (χωρίς να το επιδιώκει) έγκυος και ερωτεύεται τον νέο της γυναικολόγο. Παρά τους εύθυμους τόνους και τη γλυκερή ατμόσφαιρα, πρόκειται κατά βάση για ένα δράμα, που βασίζεται σε μια κλασική συνταγή, ανακατεύει όμως με πρωτότυπο τρόπο τα υλικά του και αφήνει τελικά μια γλυκόπικρη, πρωτόγνωρη γεύση. Και παρά το φαινομενικά «νόστιμο» happy end, την τελευταία μπουκιά αυτής της πίτας μπορεί να την καταπιείτε πιο δύσκολα: όλοι οι ήρωες εντέλει έχουν συμβιβαστεί, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στο καλύτερο δυνατό και όχι στο καλύτερο συνολικά... “I’m happy enough. I don't expect much. I don't get much, I don't give much. I generally enjoy whatever comes along. That's my answer for you, summed up for your feminine consideration. I'm happy enough”.
Παρανοϊκή αγάπη / Crazy love των Dan Klores, Fisher Stevens
Ένα ντοκυμαντερ για μια πραγματικά «παρανοϊκή» για τα καθημερινά δεδομένα αγάπη, που απασχόλησε τα αμερικάνικα Μ.Μ.Ε από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και σήμερα Ένα πάθος που παρά τα σκαμπανεβάσματα και τα πρωτοφανή περισταστικά που συνέβησαν μεταξύ του ζευγαριού παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο οτι ο έρωτας είναι πράγματι.. τυφλός. «If I can’t have you, then nobody can” είναι η σκέψη - κινητήριος άξονας αυτής της εμμονής, που αφήνει τον ανυποψίαστο θεατή με ανοιχτό το στόμα. Αμοιβαίες εξωσυζυγικές σχέσεις, βίαιες επιθέσεις (με τραγικα αποτελέσματα), φυλακίσεις, πρωτοσέλιδα, «παρανοϊκές» επανασυνδέσεις. Δύο τρελοί κι ένας έρωτας φυσιολογικός.. Ή μήπως ο Μπερτ και η Λιντα είναι «φυσιολογικοί» και ο έρωτας τους τρελός; Ένα ντοκυμαντερ που βασίζεται στη δύναμη του θέματός του, αλλά είναι λίγο διεκπεραιωτικό ως προς την κατασκευή του.
Black sheep, του Jonathan King
“The violence of the lambs” θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος αυτής της ταινίας, που μόνον ο όρος “Frankensheep” είναι ικανός για να σας εισαγάγει στην παράνοιά του: Γενετικώς μεταλλαγμένα πρόβατα, που διατηρώντας το αθώο «αρνάκι-άσπρο-και-παχύ» παρουσιαστικό τους, μεταμορφώνονται εσωτερικά σε ανηλεή σαρκοβόρα τέρατα που επιτίθενται και κατασπαράζουν ο,τι κινείται, μετατρέποντας συγχρόνως (o,τι απομένει από) αυτό σε σαρκοβόρο πρόβατο. Ένα σπλάτερ με πρόβατα λοιπόν, για τους φαν του είδους (του σπλάτερ, όχι των προβάτων). Πολύ πρωτότυπη η κεντρική ιδέα και έξυπνη η αποτύπωσή της, μιας και τα πρόβατα διατηρούν το άκακο και αθώο ύοφς τους καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, κι έτσι ο αιφνιδιασμός της πρωτοφανούς επιθετικής τους φύσης πετυχαίνει κάθε φορά, αν και το στορυ δεν αναπτύσσεται και δεν εξελίσσεται καθόλου. Όχι πως χρειάζεται κάτι περισσότερο μια τέτοιου είδους ταινία, αφού το fun της διατηρείται στο ακέραιο. Τα σχόλια για τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, την παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση και για τη βιοηθική σαφώς και (μπορούν να) μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο σκοπός του έργου επιτυγχάνεται στο έπακρο (αν και εξαντλείται εκεί) στις σκηνές ανθολογίας με τα τεράστια κοπάδια από αφράτα, πανάγαθα πρόβατα να κατεβαίνουν απειλητικά το λόφο με επική μουσική υπόκρουση εκστρατείας. Μπεεεεε!
*Δημοσιέυτηκε με παραλλαγές στον Εξώστη
Thursday, September 20, 2007
Εικόνες μικρού μήκους
[Ανταπόκριση από το Φεστβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας]
Εικόνες, εικόνες, εικόνες. Εδώ, που το "μέγεθος" δεν μετράει, τα πάντα έχουν να κάνουν με εικόνες. Εικόνες στη μεγάλη οθόνη, από κινηματογραφιστές από κάθε γωνιά του κόσμου που μας καταθέτουν κομμάτια της ψυχής τους μέσα από τα φιλμ τους, εικόνες από τους ηλιόλουστους ή βροχερούς δρόμους της Δράμας, από τα πρόσωπα των διψασμένων σινεφιλ και των ενθουσιωδών δημιουργών.
Το 13ο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβαλ μου έχει αφήσει μέχρι στιγμής τις καλύτερες εντυπώσεις. Το ισπανικό «Salvador», με θέμα του τις πρόσφατες επιθέσεις αυτοκτονίας στη Μαδρίτη, θέτει με εύστοχο, αιχμηρό αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητο τρόπο ενδιαφέροντα ερωτήματα, ενώ το γαλλοσενεγαλέζικο «Ουσμαν» με άγγιξε και με συγκίνησε, το καλογυρισμένο αμερικάνικο «Chicxulub» άφησε επίσης καλές εντυπώσεις. Το κωμικό γαλλικό ο "Μότσαρτ των πορτοφολάδων" κέρδισε τα χαμόγελα αλλά και την προσοχή των θεατών, ενώ ο σουρεαλιστικός, αλληγορικός «Οσφριστής» επιβεβαίωσε την υποψία ότι από τη Νορβηγία έρχεται ένα σινεμά σύγχρονο και πρωτοποριακό. Το γερμανικό "Ακτίνα φωτός" μου κράτησε το ενδιαφέρον με τον πολύ καλό ρυθμό του και την έξυπνη κεντρική ιδέα του, ενώ στο σημερινό πρόγραμμα, ξεχώρισα το βραζιλιάνικο "Σάλιο" με τις περιπέτειες και τις αγωνίες ενός πρώτου φιλιού και το σπαρακτικό "Ela" από το Ην. Βασίλειο.
Στο ελληνικό τώρα πρόγραμμα, που το Φεστιβάλ γιορτάζει τα 30 του χρόνια, είδαμε μέχρι τώρα το τμήμα "Έλληνες του κόσμου", με παραγωγές υψηλού επιπέδου, αλλά ιδέες όχι τόσο πρωτότυπες, συνήθως με αρκετές δόσεις νοσταλγίας. Στο τμήμα των σπουδαστικών ταινιών πολλές οι νέες ιδέες και ιδιαίτερα ελπιδοφόρες παραγωγές γενικότερα, που με γέμισαν αισιοδοξία, όπως το καλοστημένο και έξυπνο "76.543" του Ζαχαρία Μαυροειδή και η "Χάρη" του Γαβριήλ Τζάφκα.
Αλλά αισιοδοξία δε με γέμισαν μόνο οι εικόνες επί της οθόνης, αλλά και τα όσα βλέπω έξω από τις αίθουσες, στους δρόμους της Δράμας. Ενδιαφέροντες δημιουργοί, σημαντικοί Άνθρωποι, όμορφες στιγμές, γλυκά ξενύχτια, βροχή ανακατεμένη με ήλιο, κουβέντες και τσιγάρα, άνθρωποι μπλεγμένοι σε εικόνες, εικόνες, εικόνες.
Μικρού μήκους ταινίες, μα μεγάλου μήκους όραμα σ’ αυτή την πόλη, που για αυτή τη βδομάδα χτυπάει η καρδιά της κινηματογραφόφιλης Ελλάδας. Ο παλμός της με παρασέρνει. Εσείς, τον ακούτε;
Εικόνες, εικόνες, εικόνες. Εδώ, που το "μέγεθος" δεν μετράει, τα πάντα έχουν να κάνουν με εικόνες. Εικόνες στη μεγάλη οθόνη, από κινηματογραφιστές από κάθε γωνιά του κόσμου που μας καταθέτουν κομμάτια της ψυχής τους μέσα από τα φιλμ τους, εικόνες από τους ηλιόλουστους ή βροχερούς δρόμους της Δράμας, από τα πρόσωπα των διψασμένων σινεφιλ και των ενθουσιωδών δημιουργών.
Το 13ο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβαλ μου έχει αφήσει μέχρι στιγμής τις καλύτερες εντυπώσεις. Το ισπανικό «Salvador», με θέμα του τις πρόσφατες επιθέσεις αυτοκτονίας στη Μαδρίτη, θέτει με εύστοχο, αιχμηρό αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητο τρόπο ενδιαφέροντα ερωτήματα, ενώ το γαλλοσενεγαλέζικο «Ουσμαν» με άγγιξε και με συγκίνησε, το καλογυρισμένο αμερικάνικο «Chicxulub» άφησε επίσης καλές εντυπώσεις. Το κωμικό γαλλικό ο "Μότσαρτ των πορτοφολάδων" κέρδισε τα χαμόγελα αλλά και την προσοχή των θεατών, ενώ ο σουρεαλιστικός, αλληγορικός «Οσφριστής» επιβεβαίωσε την υποψία ότι από τη Νορβηγία έρχεται ένα σινεμά σύγχρονο και πρωτοποριακό. Το γερμανικό "Ακτίνα φωτός" μου κράτησε το ενδιαφέρον με τον πολύ καλό ρυθμό του και την έξυπνη κεντρική ιδέα του, ενώ στο σημερινό πρόγραμμα, ξεχώρισα το βραζιλιάνικο "Σάλιο" με τις περιπέτειες και τις αγωνίες ενός πρώτου φιλιού και το σπαρακτικό "Ela" από το Ην. Βασίλειο.
Στο ελληνικό τώρα πρόγραμμα, που το Φεστιβάλ γιορτάζει τα 30 του χρόνια, είδαμε μέχρι τώρα το τμήμα "Έλληνες του κόσμου", με παραγωγές υψηλού επιπέδου, αλλά ιδέες όχι τόσο πρωτότυπες, συνήθως με αρκετές δόσεις νοσταλγίας. Στο τμήμα των σπουδαστικών ταινιών πολλές οι νέες ιδέες και ιδιαίτερα ελπιδοφόρες παραγωγές γενικότερα, που με γέμισαν αισιοδοξία, όπως το καλοστημένο και έξυπνο "76.543" του Ζαχαρία Μαυροειδή και η "Χάρη" του Γαβριήλ Τζάφκα.
Αλλά αισιοδοξία δε με γέμισαν μόνο οι εικόνες επί της οθόνης, αλλά και τα όσα βλέπω έξω από τις αίθουσες, στους δρόμους της Δράμας. Ενδιαφέροντες δημιουργοί, σημαντικοί Άνθρωποι, όμορφες στιγμές, γλυκά ξενύχτια, βροχή ανακατεμένη με ήλιο, κουβέντες και τσιγάρα, άνθρωποι μπλεγμένοι σε εικόνες, εικόνες, εικόνες.
Μικρού μήκους ταινίες, μα μεγάλου μήκους όραμα σ’ αυτή την πόλη, που για αυτή τη βδομάδα χτυπάει η καρδιά της κινηματογραφόφιλης Ελλάδας. Ο παλμός της με παρασέρνει. Εσείς, τον ακούτε;
Tuesday, September 11, 2007
"Dans Paris", του Christophe Honoré
Μια ταινία γεμάτη άρνηση. Οι πρωταγωνιστές της αρνούνται να παραδεχτούν τα συναισθήματά τους, αρνούνται να δεχτούν τη συντροφικότητα, αρνούνται να αποδεχτούν την απώλειά της, αρνούνται να αποδεχτούν το θάνατο, αρνούνται να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον. Και η ίδια η ταινία, αρνείται να ξετυλιχτεί με συμβατικούς όρους. Μια οικογένεια μισή σε ανθρώπους και συναισθήματα, γεμάτη μπερδεμένες σχέσεις, με δυο γιους συναισθηματικά ανάπηρους κι έναν πατέρα ανίκανο να διοχετεύσει σωστά την αγάπη του και τον υπερπροστατευτισμό του, θα συναντηθεί σε μια αναγκαστική συγκατοίκηση, που θα φέρει τα δυο αδέρφια -και τις δυο αρνήσεις τους- σε μετωπική -αλλά όχι βίαιαη- σύγκρουση. Από τη μία, η πλήρης κατάρρευση του χωρισμένου Πωλ, με μια κατάθλιψη σχεδόν ψυχαναγκαστική και από την άλλη η μάλλον επίπλαστη, μα επιφανειακά διασκεδαστική, πλήρης συναισθηματική αδιαφορία του Τζοναθαν.
Και μέσα σε μια μόλις μέρα, με μερικές βουτιές στον Σικουάνα, μια μεγάλη βόλτα στην πόλη με πολλές παρακάμψεις, μερικά τηλεφωνήματα χωρίς απάντηση και ένα παιδικό παραμύθι, η "επιστροφή στο Παρίσι", θα αποδειχθεί καταλυτική -και για τους δυο.
Κι αν η ταινία, συνολικά, αυθάδικα αρνείται να δοθεί στο θεατή, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές αρνούνται να δοθούν στις σχέσεις τους, και τριγυρίζει μάλλον αδιάφορα τόσο στους δρόμους του Παρισιού όσο και στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, αυτή η σκηνή κατάφερε να γλιστρήσει μεσα στην καρδιά μου..
Και μέσα σε μια μόλις μέρα, με μερικές βουτιές στον Σικουάνα, μια μεγάλη βόλτα στην πόλη με πολλές παρακάμψεις, μερικά τηλεφωνήματα χωρίς απάντηση και ένα παιδικό παραμύθι, η "επιστροφή στο Παρίσι", θα αποδειχθεί καταλυτική -και για τους δυο.
Κι αν η ταινία, συνολικά, αυθάδικα αρνείται να δοθεί στο θεατή, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές αρνούνται να δοθούν στις σχέσεις τους, και τριγυρίζει μάλλον αδιάφορα τόσο στους δρόμους του Παρισιού όσο και στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, αυτή η σκηνή κατάφερε να γλιστρήσει μεσα στην καρδιά μου..
Monday, September 3, 2007
"The Apartment", του Billy Wilder
Ένας υπάλληλος ιδανικός: εργατικός, έντιμος και αφοσιωμένος. Και, βέβαια, κάτοχος του "κλειδιού". Του κλειδιού της μικρής γκαρσονιέρας του, που είναι και το κλειδί της επιτυχίας του -Ελπίζει. Γιατί οσο το κλειδί του αλλάζει χέρια και το διαμέρισμα "αξιοποιείται" από υψηλά ιστάμενους, τόσο φάινεται να ανεβαίνει σε θέσεις και ορόφους τις εταιρείας ο γλυκύτατος Bud.
Μόνο, που, κάπου ανάμεσα στους ορόφους που ανεβοκατεβαίνει, πίσω από μια πόρτα του ασανσερ, τον παραμονεύει ο έρωτας.
Πόσο χαμηλά λοιπόν θα ανεχτεί να πέσει, στην προσπάθειά του να φτάσει στο πιο υψηλό γραφείο της εταιρείας; Και πόσο θα αντέξει να προσποιείται τον ευτυχισμένο, υποδυόμενος έναν εαυτό εντελώς αντίθετο με τον πραγματικό, όταν η πραγματική ευτυχία και ο έρωτας θα του χτυπήσουν την πόρτα;
Με ένα δακρυσμένο χαμόγελο και ένα πικρό γέλιο, για άλλη μια φορά κοίταξα μέσα από τη χαραμάδα του διαμερίσματος κατευθείαν στην ψυχή του C.C Baxter. Και, λίγο, στη δική μου.
[Μια πολύ σύντομη αναφορά στη λατρεμένη ταινία του Wilder, με αφορμή μια αναπάντεχη μετακόμιση και το νέο μου διαμέρισμα. Τρέξιμο και ευτράπελα ανευ προηγουμένου, και μια βδομαδα μετά, το νέο σπίτι έχει βάλει τα καλά του και είναι έτοιμο να με υποδεχτεί. Ελπίζω να με υποδεχτεί καλά. Δεν σας κρύβω οτι φοβάμαι λίγο.]
Μόνο, που, κάπου ανάμεσα στους ορόφους που ανεβοκατεβαίνει, πίσω από μια πόρτα του ασανσερ, τον παραμονεύει ο έρωτας.
Πόσο χαμηλά λοιπόν θα ανεχτεί να πέσει, στην προσπάθειά του να φτάσει στο πιο υψηλό γραφείο της εταιρείας; Και πόσο θα αντέξει να προσποιείται τον ευτυχισμένο, υποδυόμενος έναν εαυτό εντελώς αντίθετο με τον πραγματικό, όταν η πραγματική ευτυχία και ο έρωτας θα του χτυπήσουν την πόρτα;
Με ένα δακρυσμένο χαμόγελο και ένα πικρό γέλιο, για άλλη μια φορά κοίταξα μέσα από τη χαραμάδα του διαμερίσματος κατευθείαν στην ψυχή του C.C Baxter. Και, λίγο, στη δική μου.
[Μια πολύ σύντομη αναφορά στη λατρεμένη ταινία του Wilder, με αφορμή μια αναπάντεχη μετακόμιση και το νέο μου διαμέρισμα. Τρέξιμο και ευτράπελα ανευ προηγουμένου, και μια βδομαδα μετά, το νέο σπίτι έχει βάλει τα καλά του και είναι έτοιμο να με υποδεχτεί. Ελπίζω να με υποδεχτεί καλά. Δεν σας κρύβω οτι φοβάμαι λίγο.]
Subscribe to:
Posts (Atom)